Φεύγουμε από το Λαύριο. Η ομώνυμη λεωφόρος, όπως και ό,τι έχει απομείνει από τη σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την πόλη με το Νέο Ηράκλειο και τους Αγίους Αναργύρους μέχρι το 1962, ακολουθεί για λίγα μέτρα την ακτογραμμή. Στο βάθος, η Μακρόνησος. Τα κύματα ούτε που παφλάζουν. Υπάρχει μια ταμπέλα, που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από αυτήν. Απεικονίζει ένα ψάρι με πόδια δρομέα, έχει μια λεζάντα στα αγγλικά που ευαισθητοποιεί για το φαινόμενο της υπεραλιείας. Το φόντο της είναι το μπλε της θάλασσας και οι πέντε καμινάδες της ΔΕΗ. Βιομηχανικό τοπίο μεν, αλλά με διαφορετική αύρα από εκείνη της Ελευσίνας. Ανοιχτό παράθυρο στο αυτοκίνητο. Μαλλιά και σκέψεις ανακατωμένα.
Σαράντα πέντε χρόνια νωρίτερα, ο Σαββόπουλος σκάρωσε στίχους γύρω από το Λαύριο. «Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά στην αγορά στο Λαύριο. Είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά, κι όλο φοβάμαι τ’ αύριο». Σήμερα, το αύριο δεν φαίνεται να απειλεί τους ρυθμούς της πόλης. Εδώ δεν είναι Αθήνα, κι ας υπάρχουν πολλές ταμπέλες που δείχνουν την κατεύθυνση που οδηγεί σ’ αυτήν. Δίνει την εντύπωση μιας μικρής επαρχιακής πόλης που θα έβρισκε κανείς στα παράλια της Μακεδονίας, στις ακτές του Ιονίου Πελάγους, στο τραχύ έδαφος της Πελοποννήσου. Ενός τόπου που δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για να αποφορτίσει τους κατοίκους μιας μεγάλης πόλης που θέλουν να κάνουν διάλειμμα από τη ζωή τους, να αφεθούν στην απαλή δροσιά της θάλασσας και να πάρουν μια τζούρα «αλλαγής παραστάσεων», πριν επιστρέψουν τη Δευτέρα στη δουλειά. Αυτή είναι η εντύπωση που έχουν για το Λαύριο οι επισκέπτες του. Ωστόσο, εκείνο δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τους χιλιάδες κατοίκους που του δίνουν ζωή, αλλά και χωρίς την ιστορία του.
Η στενωπός των βιομηχανιών
Μπορείς να τις δεις καθώς εισέρχεσαι στην πόλη από Αθήνα, κοιτώντας δεξιά, εκεί όπου βρίσκονταν κάποτε τα κεντρικά γραφεία της Γαλλικής Εταιρείας και όπου σήμερα στεγάζεται το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου: διάσπαρτες καμινάδες και υψικάμινοι, απομεινάρια των εγκαταστάσεων της Γαλλικής Εταιρείας, που εκμεταλλεύτηκε τα μεταλλευτικά κατάλοιπα της αρχαιότητας (πιο συγκεκριμένα, τα μεταλλεύματα αργυρούχου μολύβδου).
Διάσπαρτες καμινάδες και υψικάμινοι, εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις εργοστασίων, λοφίσκοι από πετρώματα μαρτυρούν το βιομηχανικό παρελθόν της πόλης του Λαυρίου.
Το 1867, το Λαύριο, η πρώτη αμιγώς εργατούπολη στην Ελλάδα, που χτίστηκε για τις ανάγκες στέγασης των εργατών της παραπλήσιας βιομηχανίας, γέμισε με μικρούς οικισμούς, ανάλογα με την καταγωγή των εργατών, στους οποίους οφείλει την πολυπολιτισμική φυσιογνωμία του. Η συνοικία Σπανιόλικα, η οποία «γέννησε» το σύγχρονο Λαύριο, απαρτιζόταν από Καταλανούς εργάτες, κυρίως καμινευτές, η Νεάπολη από Ναπολιτάνους και τα Σαντοριναίικα από εργάτες της Θήρας, ενώ το Νυχτοχώρι πήρε το όνομά του από τους κατοίκους του που έχτιζαν τα σπίτια νυχτιάτικα, μετά το πέρας της εργασίας στα μεταλλεία.
Η μόνη συνοικία που έμεινε ατόφια στο πέρασμα του χρόνου, έτσι όπως χτίστηκε, είναι τα Σαντοριναίικα. Χτισμένη πάνω σε λοφίσκο, η συνοικία διατηρεί έναν κυκλαδίτικο χαρακτήρα: χαμηλά σπίτια, σοκάκια με ασβέστη, ένα γαλανόλευκο παρεκκλήσι στην άκρη του λόφου και στενωσιά που δημιουργεί συνθήκες λαβυρίνθου. «Να φανταστείς, την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, οι Γερμανοί δεν έμπαιναν στα στενά. Φοβούνταν μην τους παγιδέψουν οι πατριώτες. Ήταν μεγάλη κρυψώνα», διηγείται ο κ. Νίκος μια ιστορία που άκουγε μικρός από τον πατέρα του. Γέννημα θρέμμα των Σαντοριναίικων, έχει περάσει όλη του τη ζωή στο Λαύριο. Δούλευε στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας Αιγαίον, μέχρι που έκλεισε τη δεκαετία του ’80 και αναγκάστηκε να βιοποριστεί σε άλλη βιομηχανία. Εκεί γνώρισε και την κ. Δέσποινα, η οποία μετοίκησε από ένα χωριό δίπλα στη Χρυσούπολη Καβάλας στο Λαύριο, σε μια προσπάθεια να μαζέψει χρήματα. «Ευτυχώς τα καταφέραμε και χτίσαμε τη ζωή μας. Το Λαύριο μάς έχει δώσει ό,τι χρειαζόμασταν», λέει καθώς σερβίρει ένα φλιτζάνι ελληνικό καφέ στο τραπέζι της αυλής.
Στα Σαντορινέικα ζουν κυρίως από ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, παρόλο που υπάρχουν και νεαροί, οι οποίοι μάλιστα χορεύουν νησιώτικα κάθε Κυριακή στον πολιτιστικό σύλλογο της περιοχής. Τα πρωινά, οι γυναίκες απλώνουν τα ρούχα τους στην αυλή που είναι γεμάτη με λουλούδια που έχουν φυτευτεί σε τενεκέδες τυριού, ταΐζουν τα σκυλιά που γαβγίζουν κάθε φορά που μια άγνωστη φιγούρα θα περάσει έξω από το σπίτι και μαγειρεύουν μοσχοβολιστά, με τη μυρωδιά της κουζίνας να φτάνει στα ρουθούνια ενός περαστικού. Το στενάχωρο είναι πως τα σπίτια ακολουθούν τη μοίρα των εργοστασίων της πόλης, ενώ ταυτόχρονα πολυκατοικίες ορθώνονται από πίσω τους, έτοιμες να τα κατασπαράξουν. Θα υπάρχει, όμως, πάντα η ζεστασιά των ανθρώπων ως αντίβαρο.
Λαυριώτες από την Αθήνα
Παρατηρώ ότι το Λαύριο έχει ένα παρόμοιο συστατικό με την Ελευσίνα: άνθρωποι από την Αθήνα και από άλλα μέρη της Ελλάδας ήρθαν εδώ για να μαζέψουν χρήματα και τελικά έγιναν ντόπιοι, Λαυριώτες. Ο Ασημάκης Χαδουμέλλης βρέθηκε για πρώτη φορά στην πόλη όταν ήταν ακόμα φοιτητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Ένα καλοκαίρι είχε ανέβει στη μοτοσικλέτα του και ήρθε να βγάλει μεροκάματο στο εργοστάσιο χημικών της Dow. Δεν περίμενε ότι θα επέστρεφε ξανά. Το έκανε όμως όταν άνοιξε το Τεχνολογικό και Πολιτιστικό Πάρκο του Λαυρίου, στο οποίο σήμερα είναι διευθυντής. «Το Λαύριο είχε χάσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού του μετά το κλείσιμο της Γαλλικής Εταιρείας αλλά και των κλωστοϋφαντουργιών. Προσπαθούσε να βρει τα πατήματά του. Έρευνες έχουν δείξει όμως ότι τα τελευταία χρόνια αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο αναπτυξιακό πόλο της Αττικής, χάρη στο λιμάνι και στο Πάρκο, το οποίο φιλοξενεί νεοφυείς start-up και προάγει την πανεπιστημιακή έρευνα, στεγάζοντας εργαστήρια του ΕΜΠ», αναφέρει. Ο ίδιος πια ζει λίγο έξω από το Λαύριο. «Η ζωή μου είναι όπως την ήθελα: ήσυχη. Ό,τι παραπάνω χρειαστώ είναι μία ώρα μακριά. Τα παιδιά μου βέβαια θέλουν την Αθήνα, αλλά νομίζω πως θα καταλήξουν σε κάτι συγγενές με το Λαύριο».
Στην κεντρική πλατεία Ελευθερίας, την ησυχία σπάνε μόνο κάτι πιτσιρικάδες που μαρσάρουν το γκάζι στα μηχανάκια τους μπροστά από τα δημοφιλή καφέ κατά μήκος της κάθετης πλατείας. Η προμενάδα, τα νεοκλασικά κτίσματα γύρω από την πλατεία και τα «τσιλερικά» κτίρια της ψαραγοράς προσδίδουν έναν αέρα παρόμοιο με αυτόν του Γαλαξιδίου και της Αίγινας, λόγω των κοινών αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών. Το βιομηχανικό στοιχείο είναι ορατό από κάθε ύψωμα, αλλά και από μια βόλτα στους δρόμους. Εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και βιομηχανίες, λοφίσκοι με πετρώματα και αποθήκες αφημένες στη σκόνη του χρόνου, σκουριασμένες σκάλες φόρτωσης στο λιμάνι, βιομηχανικά μνημεία ενός πολιτισμού που δεν υπάρχει πια. Στο άγαλμα του Σερπιέρι, του Ιταλού επιχειρηματία που αναβίωσε τα μεταλλεία του Λαυρίου, κρέμεται ένα πανό. Προσκαλεί τους κατοίκους στους λαϊκούς αγώνες δρόμων που έχουν τον τίτλο «Στα χνάρια των Μεταλλωρύχων Λαυρίου». Είναι ένας φόρος τιμής στους εργαζομένους των μεταλλείων που το 1896 προκάλεσαν την πρώτη μεγάλη εξέγερση στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Η πλατεία αρχίζει να πυκνώνει με αυτοκίνητα και κατοίκους νωρίς το μεσημέρι τις καθημερινές, όταν τα παιδιά σχολούν από το μάθημα και οι Λαυριώτες επιστρέφουν από τις δουλειές τους στην Αθήνα ή στον κάμπο των Μεσογείων.
Έξω από το μπουγατσατζίδικο του Μακρή, πιάνω κουβέντα με τη Φωτεινή, τη Μάριαμ και την Άνα, λίγο πριν επιστρέψουν στα σπίτια τους. «Ζούσα στο Παλαιό Φάληρο για δώδεκα χρόνια. Περαστική ήμουν για έναν-δύο μήνες, αλλά έφτιαξα την οικογένειά μου εδώ και συνειδητοποίησα πως δεν αλλάζω με τίποτα το Λαύριο», λέει η Φωτεινή. «Εγώ ήρθα από τη Νίκαια. Στην αρχή, μου κακοφαινόταν. Τώρα όμως, όταν πηγαίνω να δω τη μάνα μου, σκέφτομαι “αχ, πότε θα γυρίσω στο Λαυριάκι μου”», λέει η Μάριαμ και γελάνε.
«Είναι μια μικρή κοινωνία, είναι καλοί οι άνθρωποι, γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, όπως στο χωριό. Όχι με την κουτσομπολίστικη έννοια, όμως. Σκέψου πως έχω γιο στην εφηβεία· ξέρω πού έχει πάει, με ποιους είναι και τι έχει κάνει. Αυτός μπορεί να μην ξέρει ποιος είναι ο καθένας, αλλά όλοι ξέρουν ότι είναι παιδί μου», λέει η Άνα, η οποία, όπως και η Μάριαμ, κατάγεται από τη Γεωργία. Τα Σαββατοκύριακα περνούν τον χρόνο τους στις γύρω ταβέρνες, στις παραλίες προς Σούνιο, καθώς και για ποτό πλάι στη θάλασσα. Σχεδόν Αθηναίες.
Η νήσος «Αττική»
Σάββατο απόγευμα και Κυριακή μεσημέρι: δύο ημέρες που δεν υπάρχει θέση για πάρκινγκ στο κέντρο του Λαυρίου ούτε για δείγμα. Τα τραπέζια των ταβερνών στην ψαραγορά και στην παραλία, κοντά στο Ρολόι, κατακλύζονται από ντόπιους και επισκέπτες. Εκτός από τα πλοία που φεύγουν για Άη Στράτη, Λήμνο και Κέα, το φαγητό είναι ο λόγος που το Λαύριο σφύζει από ζωή. «Είναι μια οικογενειακή παράδοση. Μας έφερναν οι γονείς μας εδώ. Τώρα αποτελεί την καθιερωμένη έξοδο του μήνα για μας και τα παιδιά», λέει η οικογένεια Δεληκάρη, που μένει στη Νέα Ιωνία. Το Λαύριο συγκεντρώνει κυρίως οικογένειες και νεαρά ζευγαράκια που θέλουν να αποδράσουν. «Εντάξει, θάλασσα έχουμε και στον Πειραιά, αλλά εδώ ησυχάζουμε από τη βαβούρα. Τώρα που είναι καλοκαίρι, θα ερχόμαστε πιο συχνά», λένε η Μαριάννα και ο Νίκος, που ήρθαν από τον Πειραιά. Στην πλατεία Ηρώου, μια παρέα ηλικιωμένων ανοίγει το κασετόφωνο και χορεύει χασάπικο. «Κλοτσιά, κλοτσιά, κάτω και πίσω», φωνάζει ο αρχιχορευτής τα βήματα και τις φιγούρες που ακολουθούν. Γύρω τους, τα παιδιά τρέχουν με πατίνια στην πλατεία.
«Είναι μια μικρή κοινωνία, είναι καλοί οι άνθρωποι, γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο, όπως στο χωριό. Όχι με την κουτσομπολίστικη έννοια, όμως», λέει η Άνα με καταγωγή από τη Γεωργία.
Τα Σαββατοκύριακα μπορεί να πετύχει κανείς και ξένους. Είναι οι τουρίστες των κρουαζιερόπλοιων που δένουν στο λιμάνι. «Έρχονται και φεύγουν, δεν βοηθούν την τοπική οικονομία. Αυτό βέβαια δεν είναι και απολύτως κακό, γιατί δεν περιμένουμε τους τουρίστες για να δουλέψουμε», λέει ο Σταύρος Νίτης, ιδιοκτήτης του παλαιότερου ζαχαροπλαστείου του Λαυρίου –το οποίο άνοιξε σχεδόν μαζί με τα μεταλλεία– επισημαίνοντας όμως την παρουσία των παραθεριστών από την Αθήνα που έδωσαν χαρακτήρα νησιού στο Λαύριο με τους κολπίσκους, τα πεντακάθαρα νερά των οποίων είναι «δουλειά» του ρεύματος ανάμεσα στο Λαύριο και στη Μακρόνησο, το οποίο τα διατηρεί σε άριστη κατάσταση.
Ραντεβού στο γήπεδο
Σουρουπώνει. Είκοσι λεπτά πριν από το τζάμπολ, το Κλειστό Γυμναστήριο Λαυρίου συγκεντρώνει τους ντόπιους. Η τοπική ομάδα μπάσκετ παίζει στην Basket League. Μέχρι και την τελευταία στιγμή, ο κόσμος αγοράζει εισιτήρια. «Είναι το τοπικό καμάρι. Κάθε χρονιά το Λαύριο ανέβαινε κατηγορία. Κάποτε ο κόσμος μοιραζόταν ανάμεσα στις ποδοσφαιρικές ομάδες, αλλά οι επιτυχίες της ομάδας, η έξοδος στην Ευρώπη και η νίκη επί του Παναθηναϊκού το 2021 συσπείρωσαν την περιοχή», λέει ο πρόεδρος της ομάδας, μα πάνω απ’ όλα Λαυριώτης, Βαγγέλης Βώδινας.
«Η επίσκεψη στο Λαύριο είναι μια οικογενειακή παράδοση. Μας έφερναν οι γονείς μας εδώ όταν ήμασταν μικροί. Τώρα, αποτελεί την καθιερωμένη έξοδο του μήνα», λέει η οικογένεια Δεληκάρη.
Όταν το ματς τελειώνει, οι Αθηναίοι εγκαταλείπουν μαζικά την πόλη. Τα κόκκινα φώτα των αυτοκινήτων πυκνώνουν στην κεντρική είσοδο του Λαυρίου. Όσοι ξέρουν, κάνουν ένα διάλειμμα στην Καντίνα της Μαμάς, απέναντι από τους ψαράδες, στη γαλλική σκάλα φόρτωσης, για ένα σάντουιτς με χειροποίητο μπιφτέκι από σπαλομίτα. Τα φώτα στους δρόμους έχουν ανάψει. Ο δρόμος της επιστροφής είναι πιο αργός, τόσο που πιάνει το φανάρι του Θορικού – προάγγελος κόκκινων φαναριών μέχρι το Μαρκόπουλο. Στην αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου υπάρχει μια ταμπέλα που αναγράφει «Καλώς ορίσατε στο Λαύριο». Καλώς το βρήκαμε.