Σάββατο βράδυ 25 Φεβρουαρίου, απόκριες και ο Νίκος Κοεμτζής βάζει το κοστούμι και είναι έτοιμος μαζί με την παρέα του να βγει να διασκεδάσει την ελευθερία του. Λίγο πριν είχε μαλώσει με τη σύντροφό του Σοφία Χαρατζή. Παρά το ότι είναι εκνευρισμένος από τον τσακωμό, πείθεται από τον αδερφό του Δημοσθένη και τους φίλους του να κάνει πίσω και έτσι ξεκινούν με κατεύθυνση μία από τις κοσμικές γειτονιές της Κυψέλης όπου βρισκόταν το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» της Αθήνας.
Λίγο αργότερα η παρέα του Κοεμτζή έφτασε στο νυχτερινό μαγαζί και ο μετρ τους κατηύθυνε σε ένα από τα τραπέζια. Τίποτε δεν προμήνυε όσα θα επακολουθούσαν. Όταν το μουσικό πρόγραμμα ξεκίνησε οι δύο τραγουδιστές – Κώστας Καρουσάκης και Παναγιώτης Αθανασιάδης – ζήτησαν να μην γίνουν παραγγελιές. Ωστόσο ο Δημοσθένης δεν τους άκουσε και ζήτησε η ορχήστρα να παίξει τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Καρουσάκης λέει στον Αθανασιάδη. «Τάκη, πες τις Βεργούλες, μην μας κάνουν αυτοί καμιά φασαρία, να γλιτώσουμε από δαύτους».
«Το επόμενο είναι παραγγελιά», είπε ο Αθανασιάδης από την πίστα. Τότε ο Δημοσθένης σηκώθηκε να χορέψει. Ωστόσο την ίδια στιγμή δύο άλλοι θαμώνες σηκώθηκαν να χορέψουν μπροστά του. Επρόκειτο για τους Δημήτριο Πεγιά, που υπηρετούσε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών της Αστυνομίας Πόλεων και τον Εμμανουήλ Χριστοδουλάκη που υπηρετούσε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστείων Πρωτευούσης της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής.
Όταν ο Νίκος Κοεμτζής αντιλήφθηκε τι συμβαίνει σε κατάσταση αμοκ σηκώνεται από το τραπέζι και αρχίζει να φωνάζει: «Παραγγελιά ρε!». Κατευθύνθηκε στην πίστα προκειμένου να υπερασπιστεί την τιμή του εαυτού του. Να σημειώσουμε ότι στον «άγραφο» νόμο της νύχτας κανείς δεν παραβίαζε τις παραγγελιές. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έτσι λοιπόν κρατώντας στο χέρι έναν σουγιά που λίγο πριν είχε βγάλει από την τσέπη του άρχισε να χτυπάει όποιον βρισκόταν μπροστά του. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτώσει τους δύο αστυνομικούς και έναν φανοποιό που ήταν στην παρέα τους και να τραυματίσει άλλους επτά θαμώνες.
Η πίστα είχε γεμίσει από αίματα και γαρύφαλλα ενώ την ίδια στιγμή ακούγονταν βογγητά των τραυματιών με τον κόσμο να τρέχει πανικόβλητος να ξεφύγει. Το μακελειό κράτησε μόλις 1,5 λεπτό. Όταν έσπευσε να εξαφανιστεί ήξερε ότι η αστυνομία θα έκανε το παν για να τον συλλάβει. Έτσι απευθύνθηκε σε έναν φίλο του ζητώντας να τον βοηθήσει να διαφύγει στο εξωτερικό.
Ωστόσο λίγα 24ωρα μετά η αστυνομία τον εντόπισε στη Δάφνη όπου και τον συνέλαβε. Το ίδιο επεισοδιακή ήταν και η σύλληψή του. Όταν ο Κοεμτζής αντίκρυσε τους αστυνομικούς τράβηξε μαχαίρι και τους φώναξε ότι εάν δεν τον σκοτώσουν θα τους σκοτώσει εκείνους. Ένας αστυνομικός τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο πόδι.
«Θόλωσα» είπε στους αστυνομικούς – Ο Τύπος της εποχής τον αποκάλεσε κτήνος
Όταν οι αστυνομικοί τον ρώτησε γιατί σκότωσε τρεις ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους επτά απάντησε ότι θόλωσε από το ποτό και από την προσβολή και ότι νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του. Στη δίκη, ο συνήγορος του προσπάθησε να αποδείξει, ότι ο Κοεμτζής είχε ψυχολογικά προβλήματα. Ωστόσο η προσπάθειά του έπεσε στο κενό.
Ο Τύπος της εποχής τον αποκάλεσε κτήνος ενώ καταδικάστηκε σε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ σε ισόβια. Η δίκη του ολοκληρώθηκε τρεις μέρες πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και για τρία χρόνια, ζούσε με τον θάνατο σε απόσταση αναπνοής.
Και αυτό διότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να βρεθεί ενωπίον του αποσπάσματος. Όμως η κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, μετέτρεψε τον Κοεμτζή σε ισοβίτη. Εν συνεχεία μεταφέρθηκε από τις φυλακές της Αλικαρνασσού στην Κέρκυρα κι έμεινε έγκλειστος για 23 χρόνια. Εν τέλει αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Πατρών στις 29 Μαρτίου του 1996. Σημειώνεται πως κατά τη διάρκεια της δίκης καταδικάστηκε και ο αδερφός του Δημοσθένης σε τριετή φυλάκιση.
Το μακρύ ζεϊμπέκικο και η «Παραγγελιά»
Το 1979 ο Διονύσης Σαββόπουλος στο δίσκο Ρεζέρβα συμπεριλαμβάνει ένα τραγούδι με τίτλο Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο. Το 1980 ο Παύλος Τάσιος σκηνοθετεί την ταινία «Παραγγελιά» με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό Αντώνη Αντωνίου που είναι βασισμένη στο επεισόδιο. Στην ταινία, η Κατερίνα Γώγου (πρώην σύζυγός του Παύλου Τάσιου) απαγγέλλει στίχους από τα ποιήματά της.
Μετά την αποφυλάκισή του πουλούσε την αυτοβιογραφία του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα. Το βιβλίο ξεκινά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Αιγίνιο Πιερίας και την κακοποίηση που υπέστη ο πατέρας του απλώς επειδή ήταν κομμουνιστής, όπως και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του, από τους χωροφύλακες, προτού μιλήσει για τις δικές του περιπέτειες και τα σκληρά χρόνια της φυλακής.
Το 2009, μετά από μια βραδιά παρουσίασης του βιβλίου του, ο Δήμος Αθηναίων του έδωσε άδεια να το πουλάει στο κέντρο. Έγραψε επίσης ποιήματα από τα οποία φαίνεται, όπως και ο ίδιος είχε δηλώσει, ότι μετάνιωσε για την πράξη του. Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 στο Μοναστηράκι, σε ηλικία 73 ετών. Ο θάνατός του προήλθε από έμφραγμα, που έπαθε την ώρα που πουλούσε βιβλία στο τραπεζάκι του: Οι διασώστες του ΕΚΑΒ, που έφτασαν με μοτοσικλέτες, ειδοποίησαν ασθενοφόρο για να τον μεταφέρει στην Πολυκλινική. Οι γιατροί προσπάθησαν να τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την ανακοπή.