Το “φάρμακο” που χρησιμοποιούν οι κεντρικές τράπεζες για να αντιμετωπίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις είναι οι αυξήσεις επιτοκίων. Κι ενώ μέχρι πριν από λίγους μήνες, οι περισσότεροι υποστήριζαν ότι το ράλι των ανατιμήσεων θα είναι προσωρινό και ότι θα σταματήσει μετά την άνοιξη, τώρα η ανησυχία παράτασης του φαινομένου είναι έντονη.
Οι προβλέψεις ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προχωρήσει ακόμη και μέσα στο 2022 σε αυξήσεις επιτοκίων, γίνονται ολοένα και περισσότερες καθώς δεν υπάρχουν πλέον διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου από την Κριστίν Λαγκάρντ. Στο ερώτημα αν η αύξηση των επιτοκίων θα επιβαρύνει τα νοικοκυριά, η απάντηση είναι “προφανώς και ναι” στην περίπτωση που το νοικοκυριό εξυπηρετεί δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Τα νοικοκυριά αυτά είναι εκατοντάδες χιλιάδες. Η Ελλάδα, όπως και όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, πέρασαν μια πολυετή περίοδο μηδενικών επιτοκίων κάτι που σημαίνει ότι τα νοικοκυριά έχουν ξεχάσει το τι συνεπάγεται μια αύξηση στο επιτόκιο με το οποίο έχουν δανειστεί.
Οι παλαιότεροι δανειστές ίσως θυμούνται τη ζημιά που είχε γίνει στον οικογενειακό προϋπολογισμό πριν από το 2009 όταν η ΕΚΤ είχε ανεβάσει το επιτόκιο ακόμη και στο 4% για να “τιθασεύσει” τον πληθωρισμό. Από τα παλαιά στεγαστικά δάνεια που παραμένουν ενεργά ακόμη και σήμερα, τα περισσότερα είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο, όχι σταθερό.
Στα καινούργια δάνεια, αυτά που εκταμιεύονται τους τελευταίους μήνες είναι σταθερό το επιτόκιο επειδή ο δανειολήπτης δεν έχει ουσιαστικό κίνητρο να αναλάβει τον κίνδυνο που συνεπάγεται το κυμαινόμενο επιτόκιο.
Τι θα γίνει λοιπόν με αυτούς που έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο;
Ιδού ένα παράδειγμα. Νοικοκυριό εξυπηρετεί στεγαστικό δάνειο το υπόλοιπο του οποίου είναι 100.000 ευρώ. Το δάνειο έχει υπόλοιπο χρόνο αποπληρωμής 15 ετών και το σημερινό επιτόκιο είναι 1,5% (το επιτόκιο της ΕΚΤ που είναι σήμερα 0% συν 1,5 μονάδα). Αν η ΕΚΤ ανεβάσει το επιτόκιο στο 0,25%, τότε η επιβάρυνση για το νοικοκυριό θα είναι περίπου 14 ευρώ τον μήνα καθώς η μηνιαία δόση από 626 ευρώ που είναι σήμερα, θα αυξηθεί στα 639,8 ευρώ. Αν υπάρξει και δεύτερη αύξηση κατά 0,25% (δηλαδή αν το συνολικό επιτόκιο ανέβει στο 2% από 1,5% σήμερα, τότε η δόση θα διαμορφωθεί στα 649 ευρώ. Οπότε η μηνιαία επιβάρυνση θα φτάσει στα 23 ευρώ τον μήνα σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.
Γενικά, η έκταση της επιβάρυνσης εξαρτάται:
1. Πρώτον από το υπόλοιπο του χρέους. Όσο μεγαλύτερο, τόσο μεγαλύτερη και η επιβάρυνση.
2. Δεύτερον από τη διάρκεια που απομένει μέχρι τη λήξη του δανείου. Αν το διάστημα είναι μικρό, τόσο το καλύτερο για τον δανειολήπτη καθώς στα τελευταία χρόνια αποπληρωμής, η αναλογία των τόκων στην μηνιαία δόση είναι πολύ μικρή.
3. Τρίτον από το σημερινό επιτόκιο.
Στο ερώτημα αν το νοικοκυριό μπορεί να κάνει κάτι για να “αμυνθεί”, η απάντηση είναι η εξής: Μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο να μετατρέψει το επιτόκιο από κυμαινόμενο σε σταθερό. Όμως θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του το ύψος του σταθερού επιτοκίου που θα του προσφέρουν.
Αν για παράδειγμα, σήμερα δανείζεται με 1,5% και το σταθερό επιτόκιο που θα του δώσει η τράπεζα είναι 3%, τότε θα πρέπει να γίνουν πάνω από 6 αυξήσεις από την ΕΚΤ προκειμένου να αρχίσει να συμφέρει το σταθερό. Μέχρι τότε, το νοικοκυριό θα χάνει καθώς θα εξακολουθεί να πληρώνει την αυξημένη δόση που θα πληρώνει εξαιτίας του σταθερού επιτοκίου.