Στις 15 Φεβρουαρίου 1933, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Φραγκλίνος Ρούσβελτ, βρέθηκε στο Μαϊάμι, όπου εκφώνησε λόγο στο Bayfront Park. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ένας μικρόσωμος άντρας, ονόματι Τζουζέπε Ζανγκάρα, φώναξε “πάρα πολλοί άνθρωποι πεινούν” και πυροβόλησε εναντίον του.
Η επίσκεψη του Ρούσβελτ στο Μαϊάμι δεν ήταν προγραμματισμένη, αλλά αποτέλεσε μια σύντομη στάση μεταξύ της ολοκλήρωσης μιας κρουαζιέρας και της επιβίβασής του σε τρένο για τον Βορρά. Ο Ζανγκάρα, Ιταλός μετανάστης από την Καλαβρία, είχε μεταβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1923. Έτρεφε μίσος για τους αξιωματούχους, τους πλούσιους και τους ηγέτες, ενώ υπέφερε από έντονους κοιλιακούς πόνους, γεγονός που επηρέαζε την ψυχολογία του. Ο ίδιος πίστευε ότι αν προκαλούσε πόνο σε κάποιον άλλον, ο δικός του πόνος θα μειωνόταν.
Από τις έξι σφαίρες που ρίχτηκαν, πέντε άτομα τραυματίστηκαν, μεταξύ των οποίων και ο δήμαρχος του Σικάγο, Άντον Τσέρμακ. Το πλήθος επιχείρησε να λιντσάρει τον Ζανγκάρα, ενώ οι άνδρες της Μυστικής Υπηρεσίας έσπευσαν να απομακρύνουν τον Ρούσβελτ από το σημείο. Ωστόσο, ο πρόεδρος επέλεξε να παραμείνει για να διασφαλίσει τη μεταφορά του τραυματισμένου δημάρχου στο νοσοκομείο. Η ψυχραιμία του έτυχε ευρείας αναγνώρισης και ενίσχυσε την εικόνα του ως δυναμικού ηγέτη.
Ο Ζανγκάρα δικάστηκε αρχικά για απόπειρα φόνου και καταδικάστηκε σε 80 χρόνια φυλάκιση. Ωστόσο, όταν ο δήμαρχος Τσέρμακ υπέκυψε στα τραύματά του, δικάστηκε εκ νέου και καταδικάστηκε σε θάνατο. Στις 20 Μαρτίου 1933, εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα.
Με το πέρασμα των χρόνων, διάφορες θεωρίες προσπάθησαν να συνδέσουν την ενέργειά του με το οργανωμένο έγκλημα του Σικάγο, υποστηρίζοντας ότι ο πραγματικός στόχος του Ζανγκάρα ήταν ο δήμαρχος και όχι ο Ρούσβελτ. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση.