Όλοι βιώνουμε τον φόβο σε κάποιες στιγμές της ζωής μας. Ωστόσο, για όσους έχουν βιώσει σοβαρό ή απειλητικό για τη ζωή τους στρες, ο φόβος μπορεί να γίνει μόνιμος στην καθημερινότητά τους, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν ορατές απειλές.
Αυτός ο φόβος μπορεί να είναι επιζήμιος για την ψυχολογική υγεία ενός ανθρώπου αλλά και να οδηγήσει σε εξουθενωτικές καταστάσεις όπως η διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD).
Με αφορμή τα παραπάνω, νευροβιολόγοι από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο, έκαναν μία σημαντική ανακάλυψη που ρίχνει «φως» στη χημεία του εγκεφάλου και στα νευρωνικά κυκλώματα, ανοίγοντας νέους δρόμους για πρόληψη και θεραπεία.
Τα πειράματα
Σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Science, ο νευροβιολόγος Χούι-Καν Λι και συνάδελφοί του βρήκαν έναν μηχανισμό στη ρίζα του φόβου που προκαλείται από το στρες. Πρόκειται για μία αλλαγή στους χημικούς αγγελιοφόρους ή νευροδιαβιβαστές που επιτρέπουν στα εγκεφαλικά κύτταρα να επικοινωνούν μεταξύ τους.
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε περιοχή που ονομάζεται ραχιαία ραφή, η οποία βρίσκεται στο στέλεχος του εγκεφάλου των θηλαστικών. Αυτό το τμήμα του εγκεφάλου είναι υπεύθυνο για τη ρύθμιση της διάθεσης και του άγχους, καθώς και για την παροχή σημαντικής ποσότητας σεροτονίνης στον πρόσθιο εγκέφαλο. Η συγκεκριμένη περιοχή έχει επίσης σημαντικό ρόλο στην εκμάθηση του φόβου. Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως όταν τα ποντίκια βίωσαν ένα έντονα στρεσογόνο γεγονός, οι νευρώνες τους σε αυτή την περιοχή υπέστησαν δραματική αλλαγή. Τα κύτταρα άρχισαν να παράγουν λιγότερο γλουταμικό, έναν νευροδιαβιβαστή που τείνει να ενεργοποιεί άλλους νευρώνες και περισσότερο Γ-αμινοβουτυρικό οξύ (GABA), ο οποίος τείνει να τους ηρεμεί. Αυτή η αλλαγή εμφανίστηκε μέσα σε τρεις ημέρες από το στρεσογόνο γεγονός και παρέμεινε για τουλάχιστον έναν μήνα.
«Τα αποτελέσματα μάς παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τους μηχανισμούς που εμπλέκονται στη γενίκευση του φόβου», δήλωσε ο νευροβιολόγος Νίκολας Σπίτσερ, συν-συγγραφέας της μελέτης.
«Το πλεονέκτημα της κατανόησης αυτών των διαδικασιών σε αυτό το επίπεδο μοριακής λεπτομέρειας, τι συμβαίνει και πού συμβαίνει, επιτρέπει μια παρέμβαση που στοχεύει τον συγκεκριμένο μηχανισμό» συμπλήρωσε ο ίδιος.
Το σημαντικό εύρημα
Οι ερευνητές αντιλήφθηκαν ότι η νευρωνική ανταλλαγή φάνηκε να συμβαδίζει με μία εντυπωσιακή αλλαγή συμπεριφοράς. Τα ποντίκια που είχαν υποστεί την εν λόγω αλλαγή άρχισαν να παγώνουν από φόβο, όχι μόνο στον θάλαμο όπου είχαν υποστεί τα ηλεκτροσόκ, αλλά και σε εντελώς νέα περιβάλλοντα στα οποία θα έπρεπε να αισθάνονται ασφαλή -ξεκάθαρο σημάδι γενικευμένου φόβου.
Για να επιβεβαιώσουν τη σχέση μεταξύ της νευρωνικής αλλαγής και του γενικευμένου φόβου, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τεχνικές γενετικής για να αποτρέψουν την αλλαγή σε ποντίκια που είχαν υποστεί στρες. Η ομάδα εξέτασε επίσης δείγματα εγκεφαλικού ιστού αποθανόντων που είχαν διαγνωστεί με PTSD και βρήκε ενδείξεις για το ίδιο είδος μετατόπισης νευροδιαβιβαστών που παρατηρήθηκε στα ποντίκια, υποδηλώνοντας έναν παρόμοιο μηχανισμό στο κλινικό άγχος. Αυτό το εύρημα βοήθησε τους ερευνητές να καταλάβουν πώς να καταστείλουν την αντίδραση του φόβου. Ένας τρόπος ήταν να χορηγήσουν στα ποντίκια έναν αδενο-συνδεδεμένο ιό ο οποίος καταστέλλει το γονίδιο που είναι υπεύθυνο για την παραγωγή του GABA.
Όταν οι ερευνητές εκπαίδευσαν τα ποντίκια με το ερέθισμα του φόβου, δεν εμφάνισαν τα σημάδια της γενικευμένης διαταραχής που παρατηρήθηκε σε εκείνα που δεν έλαβαν θεραπεία με τον ιό.
Έπειτα, η ομάδα επιστημόνων διαπίστωσε ότι όταν χορήγησε το κοινό αντικαταθλιπτικό φλουοξετίνη στα ποντίκια αμέσως μετά το στρεσογόνο γεγονός, αποτράπηκε η εναλλαγή των νευροδιαβιβαστών και ο επακόλουθος γενικευμένος φόβος. Ωστόσο, έπρεπε να χορηγήσουν άμεσα το φάρμακο. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα αντικαταθλιπτικά είναι συχνά αναποτελεσματικά σε ανθρώπους με PTSD.
«Τώρα που έχουμε μία ιδέα για τον μηχανισμό του φόβου που προκαλείται από το στρες και το κύκλωμα που υλοποιεί αυτόν τον φόβο, οι παρεμβάσεις μπορούν να είναι στοχευμένες», τόνισε ο Σπίτσερ.
Τέλος, οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι δεν πρόκειται για θεραπεία αλλά για ένα πολλά υποσχόμενο εύρημα.