Ένα από τα πιο όμορφα έθιμα του τόπου μας, τα Κάλαντα του Λαζάρου, αναβίωσαν τα παιδιά του Δημοτικού Χαλκουτσίου του Δήμου Ωρωπού με την ενθάρρυνση της διευθύντριας Χριστίνας Μαρινοπούλου και των δασκάλων τους.
Την Παρασκευή το πρωί τραγούδησαν τα Κάλαντα του Λαζάρου σε σπίτια και επιχειρήσεις και τα χρήματα που μάζεψαν στον κουμπαρά τους θα ενισχύσουν το ταμείο τους για την αγορά ενός κιτ ρομποτικής.
Είχαν επίσης την πολύτιμη βοήθεια γυναικών του Συλλόγου Γυναικών Χαλκουτσίου των κυριών Γερολυμάτου Δημητριάδη Κατερίνα και Μαντέλη Κακέπη Ειρήνη που έφτιαξαν τα “Λαζαράκια”, κουλούρια νηστίσιμα με γέμιση από σταφίδες και καρύδια ή αβγά φρέσκα. Τα έδωσαν στα παιδιά που με τη σειρά τους τα μοίρασαν στους κατοίκους του Χαλκουτσίου.
“Αναβιώσαμε ένα ξεχασμένο αλλά πολύ όμορφο έθιμο που χάνεται στα βάθη της παράδοσης μας. Λόγω της καραντίνας τα δύο προηγούμενα χρόνια είχαμε αδρανοποιηθεί, αλλά εφέτος επιστρέψαμε στην αναβίωση του. Το είχαμε ξεκινήσει πριν από έξι χρόνια. Δεν το χάρηκαν μόνο τα παιδιά αλλά και όλο το χωριό μας. Η αναβίωση των εθίμων είναι πολύ σημαντική για τον τόπο και την κουλτούρα μας. Ελπίζουμε πως θα παρακινήσουμε όλα τα νοικοκυριά για να έχουμε ακόμα μεγαλύτερη συμμετοχή”, είπε η διευθύντρια του σχολείου Χριστίνα Μαρινοπούλου που προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της τα τελευταία 20 χρόνια.
Τα Κάλαντα του Λαζάρου εξιστορούν την «εκ νεκρών έγερση» του Λαζάρου. Έχουν πολλές παραλλαγές από τόπο σε τόπο της ελληνικής επικράτειας αλλά και στα αρβανίτικα.
Τελειώνοντας το τραγούδι τους τα Λαζαράκια, όπως αποκαλούνται οι καλαντιστές της ημέρας, συνεχίζουν με ευχετικούς και επαινετικούς στίχους για το σπίτι και δέχονται ως φιλοδώρημα αυγά που τα τοποθετούν σ’ ένα στολισμένο καλαθάκι (σε κάποιες περιοχές φρούτα ή χρήματα). Τον Λάζαρο τραγουδούν κυρίως κορίτσια σχολικής ηλικίας, τα οποία αποκαλούνται λαζαρίνες, λαζαρίτσες, λαζαρούδισσες κ.α.
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ (Κυριότερη έκδοση)
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που ‘ν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που ‘ν’ το στόμα μου, σαν περιβόλι.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ‘φέρε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.