Άρθρο της εφημερίδας Polis φύλλο Μαϊου
Της Έλενας Τσάκαλη*
Με αφορμή το από 16.3.23 πρωτοσέλιδο της εφημερίδας σας με τίτλο «Ποινική Δίωξη στον Δήμαρχο Σπάτων Αρτέμιδας Κατηγορούμενος για κακουργηματική απιστία σε βάρος της περιουσίας του Δήμου», κρίνω χρήσιμο να παρατεθεί μία επεξήγηση βασικών νομικών εννοιών. Με δεδομένη τη διττή μου ιδιότητα ως νομικού με μεταπτυχιακή ειδίκευση στο ποινικό δίκαιο και ως εκλεγμένης Δημοτικής Συμβούλου θα επιχειρήσω, με απόλυτο σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας που διέπει κάθε ποινική διαδικασία, να εξηγήσω με απλά λόγια τι σημαίνει για το ποινικό δίκαιο «κακουργηματική απιστία σε βάρος της περιουσίας του Δήμου».
Σύμφωνα με το άρθρο 390 του Ποινικού Κώδικα, κακουργηματική απιστία σε βάρος ΟΤΑ διαπράττει όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει του βέβαιη ζημία στην περιουσία του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της οποίας βάσει του Νόμου έχει την επιμέλεια ή διαχείριση. Όταν αυτή η βέβαιη ζημία υπολογίζεται σε ποσό άνω των 120.000€, η πράξη χαρακτηρίζεται κακούργημα και σε περίπτωση καταδίκης επιβάλλεται κάθειρξη, με επαπειλούμενη ποινή τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες.
Τι σημαίνει, όμως, η φράση “ασκήθηκε ποινική δίωξη” και γιατί θεωρείται σοβαρή εξέλιξη σε μία ποινική υπόθεση;
Το ά. 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει ότι μία από τις δυνατότητες που έχει ο Εισαγγελέας όταν λάβει τη μηνυτήρια αναφορά είναι να κινήσει την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας κύρια ανάκριση. Ειδικά στα κακουργήματα, όμως, κινεί την ποινική δίωξη υπό δύο αυστηρές προϋποθέσεις :
Πρώτον, θα πρέπει νωρίτερα να έχει διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση. Δεύτερον, θα πρέπει να προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνησή της. Αξίζει, εδώ, να παρατεθεί ένα ακόμα χωρίο της διάταξης του ά. 43 ΚΠΔ. Μιας και εξακολουθούν να διαδίδονται από πλευράς της δημοτικής αρχής ψεύδη για δήθεν αβάσιμη καταγγελία της αντιπολίτευσης, καλό είναι να αναφερθεί ότι μία ακόμη δυνατότητα που έχει ο Εισαγγελέας βάσει της παραγράφου 3 του ως άνω άρθρου είναι να θέσει στο αρχείο την αναφορά που κατά την κρίση του δε στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.
Συνοψίζοντας, καθίσταται σαφές ότι μόνο αφού ο Εισαγγελέας έχει κρίνει κατά σειρά ότι η μηνυτήρια αναφορά είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης, είναι νομικά βάσιμη και στην ουσία της πιθανολογείται η αλήθειά της, μπορεί να προχωρήσει στην άσκηση της ποινικής δίωξης έχοντας διενεργήσει νωρίτερα προκαταρκτική εξέταση κι έχοντας εντοπίσει στα συλλεγέντα στοιχεία επαρκείς ενδείξεις ενοχής.
Τούτων δοθέντων, ασφαλή συμπεράσματα που θα μπορούσαν να εξαχθούν εν προκειμένω, εφόσον ήθελε επαληθευτεί η ακρίβεια του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, είναι ότι :
-H εισαγγελική αρχή καταρχάς έχει ήδη λάβει υπόψη της τις θέσεις και τους ισχυρισμούς του δημάρχου, εφόσον είχε τη δυνατότητα ο ελεγχόμενος να παράσχει εξηγήσεις στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης που οπωσδήποτε έχει προηγηθεί
-H εισαγγελική αρχή δεν πείστηκε ότι οι ισχυρισμοί του δημάρχου είναι επαρκείς να οδηγήσουν σε απαλλαγή του με αρχειοθέτηση της σχετικής μήνυσης
-Η εισαγγελική Αρχή έκρινε από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη της ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις, που πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου και δεν κλονίζονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία επαρκή να οδηγήσουν τον εισαγγελέα στην αρχειοθέτηση της υπόθεσης.
Τα ανωτέρω σημειώνονται με προσήλωση στο γράμμα του νόμου, χωρίς να εμφυλλοχωρεί η παραμικρή κρίση περί της ουσίας της υπόθεσης, που συνειδητά σε κανένα σημείο του παρόντος δεν εκτίθεται.
Προφανώς εκφεύγει του παρόντος η νομική αξιολόγηση μιας υπόθεσης που διερευνάται. Σε μία πολιτική θεώρηση, ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί παρά να δρομολογεί σημαντικές εξελίξεις, για τους εξής λόγους:
α) Ο Δήμαρχος, ως εκ του Νόμου διαχειριστής και έχων την επιμέλεια των οικονομικών του Δήμου, οφείλει να ενημερώσει το Δημοτικό Συμβούλιο και τους Δημότες εάν ισχύουν τα όσα το δημοσίευμα περιγράφει και ποια είναι η θέση του επ’ αυτών. Αυτό δεν έγινε μέχρι τώρα.
β) Το Δημοτικό Συμβούλιο, κατόπιν επιβεβαίωσης της εξέλιξης αυτής από τη νομική υπηρεσία και σχετικής εισήγησής της, θα πρέπει να της παράσχει νομιμοποίηση για την παράσταση του Δήμου προς υποστήριξη της κατηγορίας σε βάρος του κατηγορουμένου, προκειμένου, ως οφείλει εκ του νόμου, να προασπίσει τα οικονομικά συμφέροντα του Δήμου.
γ) Με δεδομένο ότι ο Δήμαρχος, στη σχετική ανάρτησή του – μνημείο λογικής πλάνης και πολιτικής δημαγωγίας, κατά την άποψή μου – σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης έκανε λόγο μεταξύ άλλων για «λάσπη», θα πρέπει να μας εξηγήσει τι εννοεί. Θα πρέπει, δηλαδή, είτε να διαψεύσει δημόσια το δημοσίευμα, εφόσον «λασπολογεί», είτε να μας πείσει ότι και ο κ. Εισαγγελέας αντιπολιτεύεται και λασπολογεί, καθιστώντας τον κατηγορούμενο. Δυοίν θάτερον!
*Δικηγόρος – ΜΔΕ Ποινικών Επιστημών, Δημοτική Σύμβουλος Σπάτων-Αρτέμιδος με την ΑΝΑΣΣΑ