στερα από «λήθαργο» αιώνων, στις 24 Αυγούστου του 79 μ.Χ., εξερράγη ο Βεζούβιος, το ηφαίστειο της νότιας Ιταλίας, καταστρέφοντας τις μέχρι τότε ακμάζουσες ρωμαϊκές πόλεις Πομπηία και Ερκουλάνεουμ ή Ερκολάνο (αρχαίο Ηράκλειο) και σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους.
Οι δύο αυτές πόλεις βρίσκονταν κοντά στους πρόποδες του Βεζούβιου, στον κόλπο της Νάπολης. Την εποχή της πρώιμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, 20.000 άνθρωποι ζούσαν στην Πομπηία, μεταξύ των οποίων έμποροι, βιοτέχνες και αγρότες, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν το πλούσιο έδαφος της περιοχής με τους πολυάριθμους αμπελώνες και τα περιβόλια.
Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι η εύφορη γη αποτελούσε κληρονομιά των προηγούμενων εκρήξεων του Βεζούβιου. Το Ερκουλάνεουμ, από την άλλη, ήταν μια μικρότερη πόλη, 5.000 κατοίκων, και αγαπημένος καλοκαιρινός προορισμός των πλούσιων Ρωμαίων. Εχοντας πάρει το όνομά του από τον μυθικό ήρωα Ηρακλή, στέγαζε πολυτελείς βίλες και μεγάλα ρωμαϊκά λουτρά.
Προοίμιο της καταστροφής υπήρξε ο μεγάλος σεισμός της 5ης Φεβρουαρίου 62 μ.Χ., ο οποίος προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές γύρω από τον κόλπο της Νάπολης, ιδιαίτερα στην Πομπηία. Πολλές από τις καταστροφές αυτές δεν είχαν ακόμη επισκευαστεί όταν το ηφαίστειο εξερράγη το 79. Ενας δεύτερος, μικρότερος σεισμός έγινε δύο χρόνια αργότερα (64 μ.Χ.), ο οποίος μάλιστα αναφέρεται από τον Σουητώνιο και από τον Τάκιτο. Η μεγάλη καταστροφή, όμως, θα ερχόταν στο τέλος της επόμενης δεκαετίας.
Το μεσημέρι της 24ης Αυγούστου 79, ένα σύννεφο στάχτης και ελαφρόπετρας που έφτασε τα 16 χιλιόμετρα γέμισε τη στρατόσφαιρα. Για τις επόμενες 12 ώρες, ηφαιστειακή τέφρα και χαλάζι από ελαφρόπετρες διαμέτρου έως και 8 εκατοστών εκτινάσσονταν προς την Πομπηία, αναγκάζοντας τους κατοίκους της πόλης να φύγουν τρομαγμένοι. Μόνο 2.000 άνθρωποι παρέμειναν στην πόλη, κρυμμένοι σε κελάρια ή σε πέτρινες κατασκευές, ελπίζοντας ότι θα γλιτώσουν.
Αν και ένας δυτικός άνεμος προστάτευσε το Ερκουλάνεουμ από το αρχικό στάδιο της έκρηξης, στη συνέχεια ένα γιγάντιο σύννεφο καυτής τέφρας και αερίου ξεπήδησε στη δυτική πλευρά του Βεζούβιου, σαρώνοντας τελικά και αυτήν την πόλη και θανατώνοντας όσους από τους κατοίκους είχαν απομείνει στην περιοχή. Το θανατηφόρο αυτό σύννεφο ακολούθησε η ηφαιστειακή λάσπη. Οσοι είχαν παραμείνει στην Πομπηία, θα πέθαιναν το πρωί της επομένης από σύννεφο τοξικών αερίων. Ακολούθησαν ροές βράχων και στάχτης, καταστρέφοντας στο πέρασμά τους στέγες και τοίχους και θάβοντας εκεί τους νεκρούς.
Πολλές πληροφορίες έχουν διασωθεί από επιστολές του Πλίνιου του νεότερου προς τον ιστορικό Τάκιτο, που ζούσε κοντά στην περιοχή όταν συνέβη η καταστροφή. Σε μία από αυτές αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «οι άνθρωποι κάλυπταν τα κεφάλια τους με μαξιλάρια, τη μόνη άμυνα ενάντια σε μια βροχή από πέτρες» και ότι «ένα σκοτεινό και φρικτό σύννεφο φορτισμένο με εύφλεκτη ύλη εμφανίστηκε ξαφνικά. Κάποιοι θρήνησαν τη μοίρα τους. Αλλοι προσεύχονταν να πεθάνουν».
Οι κατεστραμμένες πόλεις δεν ξαναχτίστηκαν ποτέ. Μόλις τον 18ο αιώνα, ανακαλύφθηκαν εκ νέου και ανασκάφηκαν, παρέχοντας μια άνευ προηγουμένου αρχαιολογική καταγραφή της καθημερινής ζωής ενός αρχαίου πολιτισμού, που κατά μία ειρωνεία της Ιστορίας διατηρήθηκε «ζωντανός», ύστερα από έναν φρικτό θάνατο.