Τα Χριστούγεννα του 1929 -που θυμίζουν τα πρόσφατα του 2009- κανείς δεν έχει συνειδητοποιήσει το σκοτεινό τούνελ όπου ετοιμάζεται να μπει η χώρα μετά το Κραχ στο αμερικανικό Χρηματιστήριο λίγους μήνες πριν, με την, τότε, κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου να πιστεύει ότι μπορεί ν’ αποφύγει τα δύσκολα αντιλαϊκά μέτρα.
Ετσι, η χριστουγεννιάτικη αγορά και η κατανάλωση εκείνης της χρονιάς είναι σε ικανοποιητικά επίπεδα, με τον κόσμο να προτιμά, ακόμα, τα ακριβότερα εισαγόμενα προϊόντα, με χαρακτηριστικότερο όλων ότι τα αυτοκίνητα, μόνο στην πρωτεύουσα, ξεπερνούν τον, τεράστιο για την εποχή, αριθμό των 10.000 χιλιάδων.
Περικοπές
Παρ’ όλα αυτά, αρχίζει συζήτηση για περικοπές των κρατικών δαπανών, ξεκινώντας από τους δημοσίους υπαλλήλους, που πρώτοι βλέπουν να διαταράσσονται οι εορταστικές ημέρες. Οι εφημερίδες γράφουν για περιορισμό μισθών και εμπάργκο στις προσλήψεις, αφού ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων είναι διπλάσιος από τον απαιτούμενο: «Είναι αναντίρρητον ότι ο σημερινός αριθμός δημοσίων υπαλλήλων είναι τεραστίως δυσανάλογος προς τας πραγματικάς ανάγκας των κρατικών υπηρεσιών. Εχουμε διπλασίους σχεδόν υπαλλήλους των όσων πράγματι χρειαζόμεθα. Εκείνο, επομένως, το οποίο θα όφειλε να πράξη η κυβέρνησις θα ήτο μια ευρύτατη εκκαθάρισις του κλάδου και ταυτοχρόνως μια απαγόρευσις προσλήψεως νέων επί μίαν πενταετίαν τουλάχιστον».
Η Αθήνα το 1929. Η οικονομική κρίση σύντομα θα ανατρέψει την καθημερινότητα των πολιτών.
Κι αν στα Χριστούγεννα του 1929 η συζήτηση περί οικονομικής κρίσης είναι θεωρητική, στις γιορτές των επόμενων χρόνων το πρόβλημα αγγίζει τα πορτοφόλια όλων, που νοσταλγούν τις παλιές καλές γιορτινές ημέρες: «Με τας ημέρας αυτάς, τας πλήρεις κινήσεως, χαράς και… δαπανών, καθίσταται αναντιρρήτως αισθητοτέρα παρά τω λαώ ιδίως η ανάμνησις της παλαιάς καλής εποχής. Σήμερον η οικτρότης είναι γενική. Εχει ανατραπή ο ρυθμός της ζωής μας, έχουν αναστατωθή αι συνήθειαι…».
Δυσκολότερα όλων είναι τα Χριστούγεννα του 1931, αφού ο καταιγισμός φορολογικών μέτρων οδηγεί τη χώρα σε ύφεση, τον κόσμο σε φτώχεια και την κυβέρνηση σε πανικό: «Να μην πανικοβληθούμεν και εγκαταλείψομεν τα πάντα εις την τύχην. Διότι αλλοίμονον αν μας καταλάβη ο πανικός. Θα ίδωμεν την δραχμή μας να κατρακυλά και να συσσωρεύονται γύρω μας ερείπια», γράφουν οι εφημερίδες στις 23 Δεκεμβρίου, αλλά μόλις την επόμενη ημέρα, παραμονή Χριστουγέννων, έρχεται η νέα άσχημη είδηση. Η Ουγγαρία χρεοκοπεί, κάτι που σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να ξεχάσει τα 3 εκατ. γαλλικά φράγκα που της χρωστά, καθώς και τις ετήσιες υποχρεώσεις της Ουγγαρίας προς εμάς, που ανέρχονται σε 5.500 εκατ. χρυσά μάρκα μέχρι το 1935.
Οι αρνητικές εξελίξεις στη διεθνή οικονομία αναγκάζουν την κυβέρνηση να εξαγγείλει, εν μέσω εορτών, νέα φορολογικά μέτρα, «ντύνοντάς» τα με τον μανδύα της κοινωνικής πολιτικής. Η φορολογία θα είναι «…όσο το δυνατόν λιγότερο φορτική και θα πλήττη μόνο τας ευπορούσας τάξεις, αι οποίαι επ’ ουδενί λόγω δύνανται να διαμαρτυρηθούν». Αν εξαιρεθούν κάποιες πρωτότυπες ιδέες -αμφιβόλου αποτελέσματος-, τα υπόλοιπα μέτρα δεν διαφέρουν από όσα γνωρίσαμε την πρώτη μνημονιακή περίοδο: Διά νόμου περικοπή μισθών υπαλλήλων, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ανωνύμων εταιριών. Οι μειώσεις ξεκινούν από τους προνομιούχους ιδιωτικούς υπαλλήλους, με στόχο την εξομοίωση με τους μισθούς στο Δημόσιο που είναι χαμηλότεροι: «Θα γίνη μόνο με τους καλώς αμειβομένους υπαλλήλους καθοριζομένου ενός κατωτέρου ορίου, θα έχη δε και απώτερον ηθικόν σκοπόν την εξασφάλιση κάποιας στοιχειώδους ισότητας μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι υφίστανται τόσας θυσίας και των ιδιωτικών». Υποχρεωτική εισφορά των δήμων όλης της χώρας. Νέα φορολόγηση του καπνού, με την κυβέρνηση να προσδοκά έσοδα 35 εκατομμυρίων. Νέος φόρος στο λευκό ψωμί, «χωρίς όμως να επιβαρυνθή καθόλου ο πιτυρούχος από τον οποίο τρέφονται αι άποραι τάξεις», ενώ συζητιέται αύξηση φορολογίας των διαβατηρίων για όσους ταξιδεύουν στο εξωτερικό, με το τέλος να κυμαίνεται από 500 δρχ. για όσους φεύγουν για λόγους αναψυχής έως 1.000 δρχ. για όσους ταξιδεύουν για λόγους υγείας. Για ενίσχυση της αγροτικής παραγωγής προβλέπεται ατελής εισαγωγή καλαμποκιού, καθώς και αγροτικά δάνεια χωρίς πολλές διαδικασίες. Αυτήν τη χρονιά στη Θεσσαλονίκη εφαρμόζεται άλλο ένα πρωτότυπο μέτρο, με την Πολιτεία να δίνει προσωρινές άδειες μικροπωλητή σε 500 ανέργους, μόνο για την εορταστική περίοδο.
Τα χρήματα από τη νέα φορολογία προβλέπεται να δοθούν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα που φροντίζουν τα θύματα της κρίσης, καθώς και σε συσσίτια απόρων και χιλιάδων ανέργων για τους οποίους δεν υπάρχει καμία άλλη μέριμνα, ενώ επίδομα, μεταξύ 350 και 500 δρχ., ανάλογα με την οικογενειακή τους κατάσταση, δίνεται στους άνεργους αρτεργάτες. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλά από αυτά τα μέτρα η κυβέρνηση δεν αναμιγνύεται ούτε στην είσπραξη των εισφορών ούτε στην οργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας. Τα χρήματα συγκεντρώνονται στα καταστήματα της Εθνικής Τράπεζας, με τους τοπικούς πόρους να διατίθενται στην εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών και τους υπόλοιπους στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
«Ημέραι χαράς και οδύνης» για τα Χριστούγεννα του 1931.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου για την κοινωνική δυστυχία
Επειδή η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε σε ποιον αναθέτει ο τότε πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, την ευθύνη χάραξης κοινωνικής πολιτικής προς βοήθεια όσων πλήττονται από την οικονομική κρίση του 1931. Μα, φυσικά, στον τότε υπουργό Παιδείας, Γεώργιο Παπανδρέου… Στον παππού του πρώην πρωθυπουργού, που βάζει τη χώρα στο πρώτο Μνημόνιο, ανατίθεται «…η μελέτη της όλης υποθέσεως, διά την θαρραλέαν και ριζικήν αντιμετώπισιν της κοινωνικής δυστυχίας, τόσο των πόλεων όσο και της υπαίθρου, παρέμεινεν χθες εις την εν Καστρί οικίαν του, ασχολούμενος εξ ολοκλήρου με τον καταρτισμόν του σχεδιαγράμματος, βάσει του οποίου θα οργανωθούν αι άμισθαι υπηρεσίαι της κοινωνικής πρόνοιας».
Μαζί με τα Χριστούγεννα έρχονται και τα συσσίτια.
Οπως είναι φυσικό, τα παραπάνω δημιουργούν κλίμα εθνικής κατάθλιψης, που γίνεται ισχυρότερο την εορταστική περίοδο, όπως αναφέρει ο χρονογράφος της εποχής: «Ενώ αύριο οι λαοί άλλων ευτυχισμένων χωρών θα εορτάζουν, ο δικός μας θα είναι βυθισμένος εις την δυστυχία, με τα βαλάντια κενά, και την ψυχή πονεμένην. Δεν θα υπάρχει χαρά, δεν θα υπάρχει αγαλλίασις, αλλά μόνο πικρία θα ζωγραφίζεται εις όλων τα πρόσωπα, ενώ εις τα χείλη υπάρχει μια ευχή: Αν ήτο δυνατόν να μην έφταναν αι εορταί! Αλλά αι εορταί έφτασαν διά να εορτάσουν οι ελάχιστοι. Ο εργάτης, ο οποίος ήλπιζεν εις μιαν παροχήν ολίγον χρημάτων διά τας εορτάς, είδεν αιφνιδίως τας ελπίδας του διαλυμένας. Και το ημερομίσθιον δεν αρκεί διά να αντιμετωπισθούν αι αυξημέναι ανάγκαι. Ο εργάτης δεν είναι δυνατόν να γίνει καταναλωτής, διότι σκέφτεται τον άρτον του. Ο ιδιωτικός υπάλληλος παλεύει προς την δυστυχίαν. Ο δημόσιος υπάλληλος, αφού επί πολύ ετράφη με ελπίδας, τώρα δεν έλαβε τίποτα. Τι να αγοράσεις; Ισως αγοράσεις ό,τι είναι απολύτως απαραίτητον. Ισως ούτε και αυτό. Ο συνταξιούχος πρέπει να δανειστεί. Ο άνεργος πρέπει να μη φάγει διότι η ανεργία θα συνεχίζεται επί μακρόν. Ο κόσμος των μικρών επαγγελματιών ευρίσκεται εις τρομεράν κρίσιν».