Σε μείζον ζήτημα έχει αναδειχθεί η αναζήτηση κατοικιών για ενοικίαση λόγω της εκτόξευσης των ενοικίων και της μικρής διαθεσιμότητας ακινήτων. Συνιστά δε πραγματικό «πονοκέφαλο» για όσους σκέφτονται είτε να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους δημιουργώντας οικογένεια είτε όσων βρίσκονται κοντά στη λήξη παλαιών συμβολαίων ενοικίασης και αναμένουν τις νέες «απαιτήσεις» των ιδιοκτητών. Χαρακτηριστική είναι η «εντολή» που δίνουν στους μεσίτες να τους ενημερώνουν άμεσα μόλις εμφανίζονται ευκαιρίες στις περιοχές που ενδιαφέρονται κατά προτεραιότητα.
Υπολογίζεται ότι τα ενοίκια έχουν αυξηθεί έως και 35% στην Αττική και έως 25% στην επαρχία από το 2018, ενώ ήδη παρατηρείται το φαινόμενο ιδιοκτήτες να ζητούν ανανέωση της μισθωτικής σύμβασης που επίκειται να λήξει εντός των επομένων 2-3 μηνών με αύξηση ακόμη και 25% σε σχέση με το ενοίκιο του 2019!
Σύμφωνα με τα στοιχεία των μεσιτών, το κόστος μίσθωσης μιας οικογενειακής κατοικίας στην Αθήνα όπως προκύπτει από τις αναρτημένες αγγελίες ακινήτων διαμορφώνεται στα 8,15 ευρώ/τ.μ. η μέση κατώτερη ως και η μέση ανώτερη, στα 11,4 ευρώ/τ.μ. η μέση ανώτατη. Δηλαδή, μια οικογένεια καλείται να πληρώσει για ενοίκιο από 815 ευρώ έως και 1.140 ευρώ τον μήνα αν πρόκειται για κατοικία 100 τ.μ. άνω του 1ου ορόφου κατασκευής μετά το 2000, ποσό που αυξάνεται σημαντικά αν υπολογίσει κανείς και τα πάγια έξοδα ενός σπιτιού (ρεύμα, νερό, τηλεπικοινωνίες, θέρμανση).
Τα παλαιότερα
Φυσικά χαμηλότερες είναι οι τιμές σε ακίνητα παλαιότερα κατασκευής έως και το 1980, τα οποία κυρίως βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας, με τα ενοίκια να φτάνουν τα 600 ευρώ για 100 τ.μ., ενώ στα δυτικά προάστια και στον Πειραιά ακίνητα κατασκευής 1970-1990, που αποτελούν και το 45,9% του συνόλου των διαθέσιμων προς μίσθωση κατοικιών, κινούνται σε ανάλογες τιμές έως 600 ευρώ τον μήνα και στον Πειραιά είναι κατασκευής 1971-1980 όπου και αποτελούν το 58,88%.
Οσον αφορά τις περιοχές του Υπολοίπου της Αττικής οι κατοικίες νεότερης κατασκευής αντιπροσωπεύουν το 46% του συνόλου των προς εκμίσθωση κατοικιών με ζητούμενο μίσθωμα έως και 600 ευρώ τον μήνα.
Η ραγδαία αύξηση του κόστους στέγασης απασχολεί πλέον όχι μόνο τις ευάλωτες οικονομικά ομάδες αλλά σχεδόν το σύνολο των πολιτών. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι σχεδόν 8 στους δέκα ενοικιαστές κάνουν περικοπές ή λαμβάνουν οικονομική βοήθεια από τρίτους για να καλύψουν άλλες υποχρεώσεις και να βγάλουν τον μήνα.
Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρείται αναγκαία η υλοποίηση ενός σχεδίου στεγαστικής πολιτικής με διεύρυνση των δικαιούχων. Κάτι που έχουν επισημάνει από τα τέλη του 2019 τόσο το ΔΝΤ όσο και η Eurostat, η οποία κατατάσσει την Ελλάδα «πρωταθλήτρια» στο κόστος στέγασης στην Ευρώπη.
Οι εξαγγελίες στη ΔΕΘ. Προς αυτή την κατεύθυνση, η κυβέρνηση προσανατολίζεται στη λήψη δέσμης μέτρων που αναμένεται να ανακοινώσει ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ και θα ανακουφίζουν τους οικονομικά ασθενέστερους και τους νέους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για ένα πρόγραμμα περίπου 1,5 δισ. με έμφαση στα νέα ζευγάρια αλλά και στους ανέργους αναφορικά με την πρώτη κατοικία. Θα προβλέπει τη χορήγηση άτοκων δανείων για την αγορά ή την επισκευή πρώτης κατοικίας και την επιδότηση ενοικίου σε ευρύτερες ομάδες πολιτών και όχι μόνο σε όσους λαμβάνουν το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα.
Οι βασικές επιλογές που εξετάζονται είναι: επιδότηση επιτοκίου για δάνειο αγοράς πρώτης κατοικίας, επιδότηση επιτοκίου για επισκευή πρώτης κατοικίας, επιδότηση ενοικίου με εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια.
Επίσης, η δέσμη μέτρων θα περιλαμβάνει και τα σπίτια φοιτητών αλλά και πρόγραμμα για ανέγερση οικιστικών συγκροτημάτων με σύμπραξη ΟΑΕΔ – ιδιωτών και διαμοιρασμό των σπιτιών στη συνέχεια κατά 50% στους ιδιώτες για πώληση και 50% στον ΟΑΕΔ για εκχώρηση σε νέα ζευγάρια.