Η απολογία του δολοφόνου της Ενκελέιντα -της Λέντα όπως την φώναζαν- στην 28η ανακρίτρια το πρωί της Δευτέρας είχε από την πλευρά του φράσεις όπως «ήταν η γυναίκα της ζωής μου», «την αγαπούσα» ενώ στο ερώτημα γιατί τη σκότωσε υποστήριξε ότι «θόλωσε».
Το Newpost φέρνει στο φως για πρώτη φορά άγνωστες λεπτομέρειες για τους ισχυρισμούς του δράστη από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του. Οι πρώτες του λέξεις στους αστυνομικούς ήταν ότι «έκανα μεγάλο κακό στη γυναίκα μου».
Εξήγησε στους αστυνομικούς ότι ήρθε στην Ελλάδα πριν από τριάντα χρόνια: «Όλα αυτά τα χρόνια δουλεύω πολύ σκληρά για να μπορέσω να ζήσω την οικογένειά μου και να μην τους λείψει τίποτα» ισχυρίστηκε. Παραδέχτηκε ότι με την πρώην σύζυγό του, ήταν σε διάσταση από το 2013 και ήταν μία γυναίκα που αγαπούσε πολύ.
«Αρχίσαμε να έχουμε τσακωμούς για ασήμαντους λόγους». Ο δράστης έφυγε στην Αλβανία και επέστρεψε μετά από λίγα χρόνια, περιγράφοντας στις αρχές πως ήταν η κατάσταση στο σπίτι τον πρώτο καιρό:
«Τον πρώτο καιρό που γύρισα στο σπίτι και ζούσαμε όλοι μαζί τα πράγματα ήταν ήρεμα και περνούσαμε καλά. Μετά από λίγο καιρό όμως αρχίσαμε να τσακωνόμαστε με την γυναίκα μου και σιγά σιγά έβαζε τα παιδιά να είναι εναντίον μου. Αυτό με στεναχωρούσε πολύ γιατί τα λατρεύω τα παιδιά μου. Πριν από τέσσερις μήνες και αφού τσακωθήκαμε με την γυναίκα μου έφυγα από το σπίτι. Στην αρχή έμεινα για λίγες ημέρες σε ένα ξενοδοχείο, ενώ μετά πήγα να μείνω μόνος μου στο σπίτι που μέναμε με την οικογένειά μου. Η γυναίκα μου μαζί με τα παιδιά είχαν μετακομίσει σε ένα καινούριο σπίτι».
Ο δράστης ισχυρίστηκε ότι παρά το γεγονός ότι έφυγε από το σπίτι επιχειρούσε να έχει επαφές με τα παιδιά του αλλά εκείνα τον απέφευγαν.
«Εμένα με στεναχωρούσε γιατί εγώ έκανα τα πάντα για αυτούς και δεν ήταν σωστό να μου φέρονται έτσι» υποστήριξε.
Με τη γυναίκα του αποκαλύπτει έναν διάλογο που είχαν εξαιτίας ενός αυτοκινήτου. Είδε -όπως υποστηρίζει- ότι το οδηγούσε ένας άντρας.
«Ένιωσα μεγάλη αδικία για όλο αυτό που γινόταν. Εγώ είχα δώσει όλη τη ζωή μου να δουλεύω για να κάνω ότι καλύτερο μπορώ για την οικογένειά μου και η γυναίκα μου τώρα είχε βάλει άλλον άντρα στο σπίτι μου. Επίσης δεν άντεχα στην ιδέα ότι εγώ έδωσα τη ζωή μου για τα παιδιά αυτά και αυτά δεν ήθελαν να με δουν».
Περιγράφει το περιστατικό που συνέβη τη Μεγάλη Δευτέρα και οδήγησε στη σύλληψή του, μετά την καταγγελία της γυναίκας του στην αστυνομία:
«Με κατηγόρησαν ότι τους παρακολουθώ. Μετά κάλεσαν την αστυνομία και όταν πήγαμε στο τμήμα μου έκαναν μήνυση ότι τη χτύπησα και για αυτό με συνέλαβαν. Εγώ ούτε χτύπησα την γυναίκα μου ή τα παιδιά ούτε στους τσακωμούς που κάναμε παλιότερα δεν τους χτύπησα ποτέ. Μπορεί να βρίζαμε ο ένας τον άλλον αλλά ποτέ δεν τους είχα χτυπήσει. Μία φορά μόνο πριν πάρα πολλά χρόνια μετά από ένα τσακωμό την είχα πιάσει από το χέρι για να την κρατήσω για να μη φύγει».
«Τρελάθηκα, βγήκα εκτός εαυτού»
Ο καθ’ ομολογία δολοφόνος ισχυρίστηκε ότι μία φωτογραφία στο facebook της πρώην συζύγου του με έναν άλλο άντρα προκάλεσε την αντίδρασή του. Στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι το μαχαίρι το πήρε μαζί του, το μοιραίο πρωινό, για να αμυνθεί σε περίπτωση που ερχόταν σε επαφή με τον σύντροφο -όπως λέει- της πρώην συζύγου του.
«Τρελάθηκα. Βγήκα εκτός εαυτού. Όσο το σκεφτόμουν δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Αποφάσισα το προηγούμενο βράδυ να βρω την Λέντα πριν πάει στη δουλειά και να το τελειώσω όλο αυτό. Ξύπνησα το πρωί και περίπου στις 5.20 έφυγα από το σπίτι. Ήξερα ακριβώς τις ώρες που φεύγει και το δρόμο που χρησιμοποιεί για να πάει στη δουλειά της για αυτό και πήγα λίγο πριν φύγει και περίμενα στο σημείο αυτό. Το μαχαίρι το είχα κρύψει στην ζακέτα μου. Μόλις βγήκε τη ρώτησα «Τι έγινε πας καλά ;» και της ζήτησα να ανέβουμε στο σπίτι να δούμε ποιος είναι πάνω. Μου είπε ότι δεν έχουμε καμία δουλειά να πάμε στο σπίτι. Τότε θόλωσα. Πήγα κοντά της και αφού έβγαλα το μαχαίρι που είχα στην τσέπη μου άρχισα να τη χτυπάω με αυτό. Δεν θυμάμαι που την χτύπησα ούτε πόσες φορές τη χτύπησα. Μετά από λίγο έπεσε κάτω».
Οι κινήσεις αμέσως μετά υποστηρίζει ότι έγιναν μηχανικά και δεν τις σκεφτόταν:
«Πήγα σε μία οικοδομή που δούλευα παλιά και ξάπλωσα εκεί να ηρεμήσω. Το κινητό τηλέφωνο που είχα μαζί μου κάπου το πέταξα αλλά δεν θυμάμαι που. Στα παιδιά μου ζητάω ένα μεγάλο συγνώμη, αυτά δεν έφταιξαν σε κάτι. Τώρα όλα τελείωσαν».
Ο δράστης φορούσε κουκούλα μπαίνοντας και βγαίνοντας από το ανακριτικό γραφείο. Τώρα οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού ενώ η οικογένεια του θύματος αναμένεται να μεταβεί μέσα στην εβδομάδα στην Ανακρίτρια προκειμένου να δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας.