Στις 26 Μαΐου 1791, πριν συμπληρωθούν δύο χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση δήλωσε ότι θα δημιουργηθεί ένα μουσείο «που θα συγκεντρώνει μνημεία όλων των επιστημών και των τεχνών». Μέσα στον επόμενο χρόνο, τα πράγματα θα κινούνταν αργά, αν και είχαν συγκεντρωθεί ορισμένα έργα τέχνης από τις εκκλησίες και τις οικογένειες μεταναστών που είχαν φύγει από τη Γαλλία.
Τα πράγματα, ωστόσο, θα επιταχυνθούν στη συνέχεια. Στις 9 Αυγούστου 1792, η νέα κυβέρνηση του Παρισιού συναντήθηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας, με σκοπό να καταλήξει σε ένα σχέδιο για να «σώσει το κράτος». Το πρωί της 10ης Αυγούστου, χιλιάδες άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά οπλισμένοι επιτέθηκαν στο Παλάτι του Κεραμεικού.
Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ έβαλε τους 950 Ελβετούς φρουρούς να μετακινηθούν μέσα στο παλάτι για να φυλάξουν την οικογένεια και άφησε 930 χωροφύλακες και 2.000 εθνοφρουρούς έξω για να κρατήσουν το θυμωμένο πλήθος μακριά. Η βασιλική οικογένεια κατάφερε να δραπετεύσει. Το τέλος της μοναρχίας, όμως, είχε φτάσει, καθώς καταργήθηκαν όλα τα δικαιώματα του βασιλιά.
Αυτό το γεγονός προκάλεσε μεγάλη διχογνωμία όσον αφορά τις περιουσίες που συνδέονταν με τη μοναρχία. Ενα μέρος των πολιτών επιθυμούσε την πλήρη καταστροφή τους, ενώ ένα άλλο θεωρούσε πως, ως αντικείμενα εθνικής κληρονομιάς, έπρεπε να διαφυλαχτούν.
Την 1η Οκτωβρίου 1792, συγκροτήθηκε μια επιτροπή από καλλιτέχνες για να δημιουργήσουν τη διαμόρφωση του Εθνικού Μουσείου, το οποίο θα βασιζόταν κατά κύριο λόγο στη συλλογή του βασιλιά. Επιλέχθηκε και η ημερομηνία που θα άνοιγε τις πύλες του. Στις 10 Αυγούστου 1793, για να τιμηθεί η πρώτη επέτειος από την πτώση της μοναρχίας, επρόκειτο να ανοίξει το νέο Κεντρικό Μουσείο των Τεχνών της Δημοκρατίας, που δεν είναι άλλο από το σημερινό Μουσείο του Λούβρου. Το συγκεκριμένο μέγαρο είχε παραδοθεί το 1678 στους καλλιτέχνες και τους ακαδημαϊκούς, όταν ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ αποφάσισε να μετακομίσει στις Βερσαλλίες.
Στην αρχική αυτή εκδοχή του, το μουσείο ήταν πολύ μικρότερο. Κατά πρώτον, η Grande Galerie είχε 537 πίνακες και 184 αντικείμενα, που ως επί το πλείστον προέρχονταν από τους πρώην ηγεμόνες της Γαλλίας, με πρώτο τον Φραγκίσκο Α΄. Ο Φραγκίσκος είχε μεγαλώσει με γονείς που εκτιμούσαν την τέχνη και τον πολιτισμό – ειδικά η μητέρα του αγαπούσε ιδιαίτερα την ιταλική Αναγέννηση. Ετσι και ο ίδιος άρχισε να συλλέγει πίνακες από τους Ιταλούς δασκάλους. Αφού γνώρισε τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, τον κάλεσε να μετακομίσει στη Γαλλία. Ο Λεονάρντο τελικά αποδέχθηκε την πρόσκληση και στο σύντομο χρονικό διάστημα πριν από τον θάνατό του, πούλησε (ή χάρισε) μερικούς από τους πίνακές του στον Γάλλο βασιλιά, συμπεριλαμβανομένης της περίφημης Μόνα Λίζα.
Και οι βασιλείς που ακολούθησαν, όμως, πρόσθεσαν με τη σειρά τους σημαντικά έργα, πλουτίζοντας τη βασιλική συλλογή, η οποία μετατράπηκε στη συλλογή του μουσείου. Οσο περνούσε ο καιρός, όλο και περισσότερα έργα τέχνης προστέθηκαν στις συλλογές του μουσείου. Οι Βερσαλλίες είχαν τους πίνακες της γαλλικής σχολής, ενώ το Λούβρο εστίασε κυρίως σε Ιταλούς και Βορειοευρωπαίους καλλιτέχνες.
Τον Νοέμβριο του 1800, εγκαινιάστηκε το Μουσείο των Αρχαιοτήτων από τον Ναπολέοντα, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο της διακυβέρνησής του, το Λούβρο μετονομάστηκε σε Μουσείο Ναπολέοντα. Ο ίδιος προχώρησε και σε περαιτέρω αλλαγές, αφού δεν δίστασε να μεταφέρει τη Μόνα Λίζα στην κρεβατοκάμαρά του στο Παλάτι του Κεραμεικού. Μετά την πτώση του, τα πράγματα θα αποκαθίσταντο. Το μουσείο του Λούβρου –παρά τις κρίσεις, τους πολέμους και όσα ακόμα ακολούθησαν– κατάφερε να επιβιώσει στον χρόνο, και σταδιακά να μεγαλώσει, και να μετατραπεί στο διάσημο μουσείο που επισκέπτονται χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα.