O Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λε Mερ ήταν σαφής την περασμένη εβδομάδα: Η Δύση διεξάγει ολοκληρωτικό οικονομικό και χρηματοπιστωτικό πόλεμο με σκοπό την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας είπε ενώ αντίστοιχα μηνύματα εξέπεμπαν πηγές του Λευκού Οίκου και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Η Δύση «πάγωσε» στοιχεία ενεργητικού και περιουσιακά στοιχεία ρωσικών συμφερόντων αξίας άνω του 1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αποκόπτοντας ένα μεγάλο μέρος της ρωσικής οικονομίας από το διεθνές σύστημα. Για πρώτη φορά στην ιστορία ο ευρωπαϊκός εναέριος χώρος έκλεισε για τη Ρωσία ενώ κάποιες ρωσικές τράπεζες αποκόπηκαν από το διεθνές διατραπεζικό σύστημα πληρωμών Swift.
Το εύρος και η κλίμακα των κυρώσεων δείχνουν ότι άλλαξε σελίδα για την παγκόσμια οικονομία. Αυτά δεν είναι προσωρινά μέτρα όπως εκείνα που εφαρμοστεί κατά το παρελθόν στο Ιράν ή τη Βενεζουέλα. Ασφαλώς η έκβαση του πολέμου θα κρίνει πολλά αλλά η κατάσταση που διαμορφώθηκε δεν πρόκειται να ακυρωθεί ανάλογα με τις διπλωματικές εξελίξεις. Σε κάθε περίπτωση οι σχέσεις της Δύσης, κυρίως της Ευρώπης με τη Ρωσία δεν θα είναι ποτέ πια οι ίδιες.
Δυτικές πολυεθνικές όπως η BP αποσύρουν τα συμφέροντά τους από ρωσικές ενεργειακές εταιρείες. Γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες αναστέλλουν τη λειτουργία των εργοστασίων τους στη Ρωσία. Ρωσικές εταιρείες διαγράφονται από τους χρηματιστηριακούς δείκτες. Οι μετοχές ρωσικών ομίλων όπως η Gazprom, η Lukoil, η Sberbank, η Rusal και η Aeroflot αποβάλλονται από τα δυτικά χρηματιστήρια.
Δυτικές εταιρείες ανακοινώνουν «ξεπούλημα» συμμετοχών σε ρωσικές εταιρείες, ομολόγων και άλλων στοιχείων ενεργητικού. Η ευρωπαϊκή θυγατρική της ρωσικής τράπεζας Sberbank κλείνει.
Η Μόσχα μετά τις κυρώσεις που είχε υποστεί ύστερα από την εισβολή στην Κριμαία το 2014 έχτισε μεθοδικά τα τελευταία χρόνια ένα «οπλοστάσιο» συναλλαγματικών διαθεσίμων ύψους 630 δισ. δολαρίων, για να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο. Σε αυτό είχαν βοηθήσει και τα αυξημένα έσοδα από εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι τιμές των οποίων έχουν εκτιναχθεί.
Το μεγαλύτερο μέρος, όμως, από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα βρίσκεται «παγωμένο» στις κεντρικές τράπεζες της Δύσης όπου βρίσκονται κατατεθειμένα και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να στηριχθεί το ρούβλι ή οι ρωσικές τράπεζες που αποκόπηκαν από το Swift. Μόνο το 17% των διαθεσίμων βρίσκεται στη Ρωσία και το μεγαλύτερο μέρος είναι σε χρυσό που δύσκολα ρευστοποιείται. Το ρούβλι έχει καταρρεύσει, χάνοντας σχεδόν τη μισή του αξία σε σχέση με το δολάριο, αναγκάζοντας την Τράπεζα της Ρωσίας να αυξήσει άμεσα το επιτόκιο στο 20%, αλλά είναι βέβαιο ότι αυτό δεν θα είναι αρκετό. Ο πληθωρισμός εκτοξεύεται, οι πολίτες αποσύρουν καταθέσεις και η κυβέρνηση ανακοινώνει περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, καθώς ο κλοιός γύρω από την ρωσική οικονομία διαρκώς στενεύει.
Οι εκτιμήσεις δυτικών επενδυτικών τραπεζών και ειδικευμένων αναλυτών είναι ότι το ρωσικό ΑΕΠ θα υποστεί πρωτοφανές πλήγμα της τάξης του 30%.
Ο ολοκληρωτικός οικονομικός πόλεμος, όμως, έχει κόστος και για τη Δύση. Ο αποκλεισμός σημαίνει ότι δυτικές εταιρείες βλέπουν ενεργητικό που είναι εκτεθειμένο σε ρωσικές αξίες να «παγώνει», υπάρχουν πληρωμές δεν θα γίνουν και έσοδα που θα χαθούν, ενώ η κατάρρευση που παρουσιάζει το ρούβλι και οι ρωσικές μετοχές συνεπάγονται μεγάλες ζημίες για πολλές δυτικές εταιρείες με έκθεση στη Ρωσία.
Ο φόβος για αλυσιδωτές επιπτώσεις δεν είναι ανύπαρκτος αλλά οι εκτιμήσεις μέχρι τώρα συγκλίνουν στο ότι ο συστημικός κίνδυνος δεν είναι σημαντικός και δεν είναι πιθανόν να γίνει κάτι αντίστοιχο με την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008, με κατάρρευση κάποιας μεγάλης δυτικής συστημικής εταιρείας, τράπεζας ή άλλης, λόγω έκθεσης στη Ρωσία.
Η Ρωσία αντιπροσωπεύει το 3% του παγκόσμιου ΑΕΠ, το 1,5% του διεθνούς τραπεζικού τομέα και το 10-12% της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας.
Πηγές της Τράπεζας της Ελλάδος έλεγαν ότι συστημικός κίνδυνος δεν φαίνεται να διαγράφεται μέχρι τώρα καθώς και ότι ο βαθμός διασύνδεσης των ελληνικών τραπεζών με την αγορά της Ρωσίας δεν εμπνέει ανησυχία.
Βέβαια, ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει με βεβαιότητα την πορεία των πραγμάτων, ιδιαίτερα όσο οι πολεμικές επιχειρήσεις είναι σε εξέλιξη.
Υπολογισμοί που έγιναν τις τελευταίες ημέρες από ελβετική επενδυτική τράπεζα με μεγάλη εμπειρία σε συναλλαγές με τη Ρωσία, ανεβάζουν σε 250 δισ. δολάρια τις απώλειες που θα «γράψουν» από ρωσικά ομόλογα, μετοχές και άλλες συμμετοχές.
Όπως μας έλεγαν πηγές της συγκεκριμένης επενδυτικής τράπεζας, παρά τη μεγάλη «διαφήμιση» που γίνεται για τις κυρώσεις σε βάρος Ρώσων ολιγαρχών και τα δημοσιεύματα για κατασχέσεις πολυτελών γιοτ, ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, το γεγονός είναι ότι πολλά από τα προσωπικά τους περιουσιακά στοιχεία είναι προστατευμένα, καθώς ανήκουν σε άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα. «Υπάρχει ένας κατάλογος 600 φυσικών προσώπων που έχουμε παραλάβει, αλλά δεν έχουμε εμφανή περιουσιακά στοιχεία ούτε για έναν από αυτά» μας έλεγε η ίδια πηγή.
Σύμφωνα με στοιχεία της ρωσικής κεντρικής τράπεζας, της Τράπεζας της Ρωσίας, οι ξένοι επενδυτές έχουν στα χέρια τους ρωσικά ομόλογα αξίας 20 δισ. δολαρίων, ομόλογα αξίας 41 δισ. δολαρίων και μετοχές ρωσικών εταιρειών που φτάνουν τα 86 δισ. δολάρια.
Όμως ο αποκλεισμός αλλά και τα αντίμετρα που έλαβε η Μόσχα σημαίνει ότι τα ρωσικά «χαρτιά» δεν μπορούν να πουληθούν.
H Citigroup, που είχε προγραμματίσει να πουλήσει τη θυγατρική της στη Ρωσία, υπολογίζει ότι μπορεί να χάσει περί τα 4 δισ. δολάρια, τα μισά από τα κεφάλαια που έχει τοποθετημένα εκεί.
Εκτιμάται ότι το μεγαλύτερο επενδυτικό πλήγμα θα δεχθούν χαρτοφυλάκια που ειδικεύονται σε αναδυόμενες αγορές και υψηλό ρίσκο.
Εκείνο που φαίνεται ξεκάθαρο είναι ότι η Ευρώπη θα πληρώσει πολύ πιο ακριβά από ότι οι ΗΠΑ τις συνέπειες ενός «ολοκληρωτικού οικονομικού πολέμου», ιδιαίτερα η Γερμανία που χαρακτηρίζεται οικονομική ατμομηχανή της Ε.Ε.
Το μεγαλύτερο πλήγμα δέχεται ο τραπεζικός κλάδος, οι μεταφορές ενώ θα υπάρξουν σημαντικές και μακροχρόνιες οικονομικές επιπτώσεις στη διατάραξη του εφοδιασμού με ρωσικό σιτάρι, καλαμπόκι, ηλιέλαιο και άλλα τρόφιμα καθώς η Ρωσία, αλλά και η Ουκρανία είναι σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας αγοράς.
H ρωσική οικονομία είναι εξαρτημένη από την ενέργεια. Είναι ο τρίτος σε μέγεθος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο (μετά τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία), ενώ πετρέλαιο και φυσικό αέριο αντιστοιχούν στο 60% των εξαγωγών και στο 40% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Η ενέργεια υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί στο 25% της αξίας των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγει (ΑΕΠ).
Η Ευρώπη είναι ενεργειακά εξαρτημένη από τη Ρωσία καθώς από εκεί προμηθεύεται το 40% του φυσικού αερίου και το 25% του πετρελαίου που καταναλώνει.
Έχει σημασία ότι οι κυρώσεις που έχουν ανακοινωθεί δεν αγγίζουν ουσιαστικά τον ενεργειακό τομέα, με προφανή στόχο να μην διαταραχθούν οι ενεργειακές προμήθειες. Μπορεί να σταμάτησε ο αγωγός Nordstream 2, που κατασκευάστηκε για να μεταφέρει φυσικό αέριο απευθείας από τη Ρωσία στη Γερμανία, αλλά ο αγωγός αυτός δεν λειτουργούσε και οι υφιστάμενοι αγωγοί είναι εκτός κυρώσεων, όπως και η Gazprom Bank και άλλες ρωσικές τράπεζες με σημαντική παρουσία στην αγορά ενέργειας.
Ωστόσο, είναι δεδομένο ότι ακόμα και στο καλύτερο δυνατό γεωπολιτικό σενάριο, το ενεργειακό κόστος για την Ευρώπη θα μείνει ψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα,
Ήδη η Ε.Ε. έχει ανακοινώσει στροφή στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες όπως το Κατάρ και η Αλγερία, αλλά αυτό είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο και αβέβαιο, απαιτεί ριζική αναδιοργάνωση της αγοράς, σημαντικές επενδύσεις και, βέβαια, θα έχει μεγάλο κόστος.
Ο επαναπροσανατολισμός της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, αλλάζει τα δεδομένα παγκοσμίως, ανεβάζει τα κόστη αλλά, ενδεχομένως, επιβάλλει και έναν «επανυπολογισμό» της γεωπολιτικής αξίας των κοιτασμάτων της Ν.Α. Μεσογείου ενώ διαταράσσει και τη λεγόμενη πράσινη μετάβαση της Ευρώπης, η οποία αποδείχθηκε βιαστική και χωρίς προετοιμασία.
Η ακριβή ενέργεια θα παρασύρει πάνω και τον πληθωρισμό, ενώ θα πλήξει την οικονομική ανάπτυξη προκαλώντας ίσως και στασιμοπληθωρισμό, που είναι το χειρότερο δυνατό «κοκτέιλ», καθώς σημαίνει άνοδο των τιμών, με οικονομική ύφεση και ανεργία.
Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση και επηρεάζονται πολύ λιγότερο καθώς είναι πλέον εξαγωγείς ενέργειας, με χαμηλότερο ενεργειακό κόστος και οι προοπτικές της οικονομίας στην άλλη άκρη του Ατλαντικού δείχνουν δυναμική, με αύξηση των θέσεων εργασίας.
Ένα μεγάλο οικονομικό ερώτημα είναι οι συνέπειες στη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. τη Γερμανία, η οποία ανακοίνωσε στροφή σε ένα πρόγραμμα εξοπλισμών 100 δισ. ευρώ με ετήσιες δαπάνες που θα φτάσουν στο 2% του ΑΕΠ, από 0,5% του ΑΕΠ που είναι σήμερα.
Αυτό σημαίνει πρόσθετες κρατικές δαπάνες της τάξης των 50-60 δισ. ευρώ ετησίως, οι οποίες προφανώς θα προέλθουν από δανεισμό και θα αυξήσουν το έλλειμμα.
Αυτό σημαίνει ότι η γερμανική οικονομία θα γίνει λιγότερο ανταγωνιστική, αλλά και ότι πλέον μετατοπίζεται γενικότερα η ευρωπαϊκή πολιτική από το δόγμα της λιτότητας την οποία επέβαλε ιστορικά το Βερολίνο προς ένα νέο πλαίσιο το οποίο αναγκαστικά θα είναι πιο ανεκτικό στα ελλείμματα.