Στην ανάδειξη της πλούσιας ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς του Αγίου Στεφάνου, καθώς και στη φώτιση του μεγάλου διδάγματος της ανυπέρβλητης δύναμης των προγόνων μας συνέβαλαν οι εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 25/2 με αφορμή τον εορτασμό των 100 χρόνων από την ίδρυση του τόπου μας και οι οποίες διοργανώθηκαν από τον Δήμο Διονύσου και τον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου & Αγ. Στεφάνου – Δήμου Διονύσου. Πλήθος κόσμου παρευρέθηκε στο μεγάλο ραντεβού με την ιστορία του τόπου μας, ενώ ξεχωριστή θέση είχε ο Μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου, Ωρωπού και Μαραθώνος, κ. Κύριλλος
Οι μαθητές του 2ου Δημοτικού Σχολείου του Αγίου Στεφάνου, υπό την στήριξη και καθοδήγηση των δασκάλων και της διευθύντριας, παρουσίασαν μια εξαιρετική, αλησμόνητη και συγκινητική αναπαράσταση που αφορούσε την εμπειρία αφενός, της φυγής και αφετέρου, της εγκατάστασης των προγόνων μας, τότε Μπογιάτι. Παράλληλα, διεξήχθησαν θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις.
Το ταξίδι στο παρελθόν συνεχίστηκε με τις θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις και την αναβίωση της πορείας των προγόνων μας. Τα παιδιά του Α΄ Δημοτικού Σχολείου Αγίου Στεφάνου αναπαράστησαν μέσα σε κωδωνοκρουσίες αρχικώς την άφιξη της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας της Αβασσιώτισσας (14ου αι.) από την Κωνσταντινούπολη, αντίγραφο της οποίας κατασκεύασε κατάστημα της περιοχής (S.A.), αφ᾿ ετέρου διάβασαν ληξιαρχικά έγγραφα που πιστοποιούσαν την καταγωγή και τις περιουσίες των προσφύγων και ανταλάξιμων. Κωνσταντινούπολη (Επαρχία Δέρκων), Μικρά Ασία, Πόντος, Καππαδοκία, Ικόνιο.
Διακόσιοι δέκα οι συντελεστές/συμμετέχοντες στις εκδηλώσεις
Την εκδήλωση, επίσης, τίμησαν με την παρουσία τους βουλευτές της Ανατολικής Αττικής (κ.κ, Β. Οικονόμου, Στ. Πέτσας), εκπρόσωποι φορέων, συλλόγων και μελών του Δημοτικού Συμβουλίου.
Στις εκδηλώσεις συμμετείχαν:
- Α’ Δημοτικού Σχολείου Αγ. Στεφάνου
- Β’ Δημοτικού Σχολείου Αγίου Στεφάνου
- Χορεύρεσις – Κέντρο Πολιτισμού
- Κέντρου Παραδοσιακού Χορού “Εμμέλεια”
- Χορευτικού Τμήματος Δήμου Διονύσου
- Κατηχητικών Σχολείων Ενορίας
Ο πατέρας Χρυσοβαλάντης, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του για τα 100 χρόνια του Αγ. Στεφάνου,, προέβη σε μια μίνι αναδρομή της ιδέας των εορτασμών και ευχαρίστησε τους 210 συντελεστές και συμμετέχοντες αλλά και σε όλους όσοι συνέβαλαν καθοριστικά και εργάστηκαν για την ευόδωσή της.
Κ. Μαϊχόσογλου: «Θα παραμείνουμε πιστοί στην παράδοση και στην ιστορία μας»
Η Δήμαρχος Διονύσου, κα. Κατερίνα Μαϊχόσογλου, ανέφερε στον χαιρετισμό της:
«Αγαπητοί μου συνδημότες,
Με βαθιά συγκίνηση θυμηθήκαμε σήμερα και ξαναζωντανέψαμε μια περίοδο της ιστορίας που έχει σημαδέψει την Ελλάδα και ιδιαίτερα όλους εμάς, που έλκουμε την καταγωγή μας απ’ τις Αλλοτινές πατρίδες, τα Ιερά Χώματα, τα «Ματωμένα» όπως τ’ αναφέρει η Διδώ Σωτηρίου. Τόποι ευλογημένοι από το Θεό, που οι πρόγονοι μας έζησαν και ήκμασαν επί αιώνες.
Σμύρνη, Πόλη, Καππαδοκία, Ερυθραία, Πόντος είναι λίγες μόνο από τις περιοχές που έλαμψε ο ελληνικός πολιτισμός, τα γράμματα, οι τέχνες, το εμπόριο, η φιλοσοφία.
Ένας πολιτισμός αντάξιος, αν όχι και σπουδαιότερος των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών της εποχής του Διαφωτισμού, που κατάφερε να ανθίσει κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό, χάρη την ευστροφία και την εφευρετικότητα του ελληνικού πνεύματος.
Οι Έλληνες αυτοί Χριστιανοί, αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμιοί, δηλώνοντας έτσι τη βυζαντινορωμαϊκή καταγωγή τους.
Για χρόνια πολλά ζουν ειρηνικά δίπλα στους τούρκους κατακτητές. Κοντεύουν μάλιστα να κατακτήσουν την αυτοκρατορία «εκ των έσω», καθώς οι πιο μορφωμένοι απ’ αυτούς κατέχουν εκτός από οικονομικό πλούτο, καίριες θέσεις στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό.
Δυστυχώς, όμως, όταν τα μαύρα σύννεφα του Α’ παγκοσμίου πολέμου φτάνουν στη Μ. Ασία, πυροδοτούν σειρά γεγονότων που οδηγούν στην καταστροφή.
Έτσι, την τελευταία αυτή περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, βάζουν ως στόχο την προαγωγή του ενός μονοεθνικού, μουσουλμανικού κράτους.
Ο τουρκικός εθνικισμός και το κίνημα των Νεότουρκων του Κεμάλ Αττατούρκ έρχονται στο προσκήνιο και ξεκινούν μια σκόπιμη και οργανωμένη εξόντωση των Χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου και της Α. Θράκης αρχικά (1914-1918), για να καταλήξουν στην Μικρασιατική καταστροφή (1920-1924).
Στη μανία τους αυτή της «εκκαθάρισης» σε ότι ξένο, ελληνικό, χριστιανικό ή πολιτισμένο απλώνεται η φρίκη πάνω τους ελληνικούς πληθυσμούς – και όχι μόνο – και ξεκινούν οι γενοκτονίες Ποντίων, Αρμενίων καθώς και το κάψιμο της Σμύρνης με τις θηριωδίες που τα συνοδεύουν.
Καταστροφές Ναών, Σχολείων, σπιτιών και καλλιεργειών, «τάγματα εργασίας», βασανισμοί, βιασμοί και εκτελέσεις.
Η Μικρασιατική καταστροφή ταυτίζεται πλέον στη συνείδηση των Ελλήνων με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την πτώση της Ρωμανίας.
Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να καταφύγουν πρόσφυγες στην, ήδη, ταλαιπωρημένη και φτωχή Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 1.000.000 νεκρούς.
Η καταστροφή και η βία που υποβάλλονται είναι ανείπωτη.
Τα τραύματα που κουβαλούν στις ψυχές τους, αβάσταχτα.
Κι όμως, παρόλα ταύτα, καταφέρνουν με κίνδυνο της ζωής τους να πάρουν μαζί τους κάποια κειμήλια και κάποιες από τις ιερές εικόνες.
Φέρνουν ακόμα μαζί τους το κουράγιο, την πίστη, την ελπίδα και τον πολιτισμό τους.
Αξίες, που δεν μπορεί κανείς να τους πάρει. Μπορούν όμως να τις μεταλαμπαδεύουν σε εμάς, τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Έτσι ακούσαμε σε πρώτο πρόσωπο από τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας ιστορίες που μας σημάδεψαν και μας νουθέτησαν.
Ακούσαμε πώς μετέφεραν τις Άγιες εικόνες, όπως αυτή της Παναγίας μας και πώς έφτιαξαν την πρώτη ξύλινη εκκλησία για να την στεγάσουν.
Ακούσαμε πώς μετέφεραν το σπόρο της μπάμιας, τη γνωστή πια μπάμια Μπογιατίου, μέσα σε κούφια καλάμια που κρατούσαν τάχα για μπαστούνια.
Για τις λίρες και τα φλουριά, όσα κατάφεραν να κρύψουν στα ζωνάρια ή τα παπούτσια τους.
Ακούσαμε όμως και γι’ αυτά που έκρυψαν στους τοίχους των σπιτιών και τις αυλές που άφησαν πίσω τους, με την ελπίδα ότι κάποτε θα γυρίσουν πίσω.
Για αυτούς τους ανθρώπους, η ελπίδα και η νοσταλγία κρυβόταν πίσω από κάθε ιστορία που έλεγαν.
Πίσω από κάθε αγαπημένη μυρωδιά φαγητού ή γλυκού που ανασάλευε πιο εύκολα τις μνήμες από τις χαμένες πατρίδες.
«Τζιέρι μ βάλε λίγο κίμινο ακόμα στα σουτζουκάκια», έλεγε η γιαγιά. Έτσι, για να μοσκοβολάνε όπως τα κάμαμε στην Πόλη.
Αυτοί που ήρθαν με το τραίνο της γραμμής ως πρώτοι κάτοικοι είναι εκείνοι που ξεκίνησαν εδώ σε αυτόν τον τόπο από το τίποτα μια νέα ζωή.
Μια ζωή με δυσκολίες και φτώχια, με σπίτια ωστόσο φιλόξενα και «ανοιχτά», όπως οι καρδιές τους.
Κατάφεραν, όμως, με την εργατικότητά τους, τον πολιτισμό που έκρυβαν μέσα τους, την αγάπη για την Ελλάδα, τα ταλέντα τους και την παράδοση στο εμπόριο και την επιχειρηματικότητα να δημιουργήσουν μια νέα πόλη.
Την πόλη που εμείς ζούμε μέχρι και σήμερα.
Τους ευχαριστούμε γι’ αυτό.
Τους ευχαριστούμε για όσα μας μεταλαμπαδεύσανε και με τα οποία πορευόμαστε εμείς οι νεότεροι στο σήμερα και στο αύριο.
Θα παραμείνουμε πιστοί στην παράδοση και στην ιστορία μας. Θα παραμείνουμε πάντοτε αρωγοί στην κάθε προσπάθεια διατήρησης της μνήμης και των μακρινών αυτών γεγονότων που σημάδεψαν την νεότερη Ελλάδα μας.
Τελειώνοντας θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον Πατέρα Χρυσοβαλάντη για την εξαιρετική πρωτοβουλία της εναρκτήριας αυτής εκδήλωσης, τον κόπο και την οργάνωση, τις σκέψεις που μοιραστήκαμε αλλά και την άψογη συνεργασία που είχαμε. Είμαι σίγουρη πως έτσι θα συνεχίσουμε και για τις υπόλοιπες εκδηλώσεις του επετειακού αυτού έτους.
Να ευχαριστήσω επίσης και όλους τους Συντελεστές και ιδιαίτερα τους Διευθυντές σχολείων καθηγητές και μαθητές, τους Συλλόγους της πόλης μας για τη σημερινή γιορτή.
Ταξιδέψαμε στην ιστορία, ξύπνησαν μνήμες έντονες και διδακτικές.
Να είστε όλοι καλά, σας ευχαριστώ από καρδιάς»