Σε μια ιστορική απόφαση για τη διαχείριση της άγριας πανίδας στην Ελλάδα, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών διέταξε την άμεση απομάκρυνση λύκων από την Πάρνηθα, έπειτα από αυξανόμενες ανησυχίες για τη δημόσια ασφάλεια και τη διατήρηση του πληθυσμού του κόκκινου ελαφιού, ενός προστατευόμενου είδους που αποτελεί εμβληματικό μέρος του οικοσυστήματος της περιοχής.
Μεταφορά σε πιο κατάλληλο περιβάλλον
Το σχέδιο προβλέπει τη μεταφορά των λύκων σε ορεινές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, όπου οι περιβαλλοντικές συνθήκες κρίνονται πιο κατάλληλες για την επιβίωσή τους, ενώ ταυτόχρονα θα μειωθεί η πίεση στο οικοσύστημα της Πάρνηθας.
Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και οι αρμόδιες δασικές αρχές έχουν ήδη κινητοποιηθεί, με στόχο την υλοποίηση μιας συντονισμένης επιχείρησης μεταφοράς και επανένταξης των ζώων στη φύση.
Η πρώτη οργανωμένη παρέμβαση για τους λύκους στην Ελλάδα
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του iHunt, πρόκειται για την πρώτη επίσημη κρατική παρέμβαση για τον έλεγχο του πληθυσμού λύκων στη χώρα. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η διαχείριση των μεγάλων σαρκοφάγων –όπως ο λύκος και η αρκούδα– είναι θεσμοθετημένη εδώ και χρόνια. Στην Ελλάδα, όμως, τέτοιες πρακτικές βρίσκονται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο.
Επιφυλάξεις και αντιδράσεις από επιστημονικούς κύκλους
Ωστόσο, δεν λείπουν οι αντιρρήσεις και οι επιφυλάξεις. Ειδικοί στην άγρια πανίδα δηλώνουν ότι η σύλληψη ελεύθερων λύκων είναι εξαιρετικά δύσκολη και ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία και την επιβίωσή τους. Επιπλέον, εκφράζεται ανησυχία για τον υπερπληθυσμό λύκων στη Βόρεια Ελλάδα, όπου οι επιθέσεις σε κοπάδια και κατοικίδια έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Κτηνοτρόφοι σε επιφυλακή
Η είδηση της ενδεχόμενης μεταφοράς προκαλεί ανησυχία στους κτηνοτρόφους της Βόρειας Ελλάδας, οι οποίοι ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα από την παρουσία λύκων στην περιοχή. Σε αρκετές περιπτώσεις, έχουν καταγραφεί επιθέσεις σε κοπάδια, κυνηγόσκυλα, ακόμα και εμφανίσεις λύκων σε κοντινά χωριά, γεγονός που έχει εντείνει το κλίμα ανασφάλειας.
Η επιχείρηση στην Πάρνηθα αναμένεται να εξελιχθεί τις επόμενες εβδομάδες. Το ερώτημα που παραμένει είναι αν η κίνηση αυτή θα ανοίξει τον δρόμο για μια μακροπρόθεσμη εθνική στρατηγική, ή αν θα περιοριστεί σε μια αποσπασματική και ενδεχομένως αναποτελεσματική δράση.