Μπορεί να πήρε μια ανάσα η Αργυρώ μετά την είδηση ότι ο Αγγελος είναι αδελφός της, η οικογένεια όμως δεν βγαίνει από τον εφιάλτη. Στην κυριολεξία ξεκληρίζεται και ξεσπιτώνεται.
Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε από τη στιγμή που ο Αστέρης σκότωσε, έστω και άθελά του, τον Πετρή. Η Μαρίνα ένα ράκος, με τον γιο της νεκρό, την κόρη της να φτάνει ένα βήμα πριν τον θάνατο, έχει ακόμα κάτι να αντιμετωπίσει. Ο Αγγελος συντετριμμένος από την αποκάλυψη για την ταυτότητα του πατέρα του, αποκαλύπτει ποιος είναι ο πατέρας του στην Αργυρώ και τη Μαρίνα: «Εμαθα ποιος είναι ο πατέρας μου. Αργυρώ, είμαι αδελφός σου. Ο πατέρας μου ήταν ο Μάρκος Βρουλάκης», τους ανακοινώνει. Το νέο αυτό σοκάρει τη Μαρίνα και την κάνει να πιστεύει ότι η σχέση της με τον άντρα της δεν είναι αυτή που πίστευε μέχρι τώρα. Αφού κάνει μια κουβέντα έξω από τα δόντια με τη γιαγιά Ειρήνη, δεν έχει πια να περιμένει τίποτε άλλο. Η Αργυρώ από την άλλη είναι σαν ζωντανή-νεκρή. Από τη μια έχασε τον μονάκριβο αδελφό της και από την άλλη τον Αστέρη που τόσο αγάπησε, να τον μισεί και να τον βλέπει στη φυλακή. Μετά όμως από τις πρώτες μέρες όπου η Μαρίνα κλαίει και οδύρεται για τον θάνατο του γιου της. έχει να σκεφτεί πιο σοβαρά. Το μετά… Τι θα κάνουν τρεις γυναίκες μόνες τους και ανυπεράσπιστες.
Ο φόβος τρυπώνει στην ψυχή της και το μόνο που έχει τώρα να σκεφτεί είναι η κόρη της και συγκεκριμένα τη ζωή της κόρης της. Η γιαγιά Ειρήνη είναι αυτή που θα την παροτρύνει: «Να φύγετε. Πάρε την Αργυρώ και φύγετε όσο πιο γρήγορα μπορείτε από τούτο εδώ το μέρος, το καταραμένο», της λέει. Η Μαρίνα την κοιτάζει γεμάτη απορία: «Τι λες μάνα; Πού να πάμε δύο γυναίκες μόνες; Με τι θα ζήσουμε; Πού θα σε αφήσουμε εσένα;», της απαντάει. Η γιαγιά Ειρήνη όμως επιμένει: «Ασε με εμένα. Πάρε το κορίτσι και φύγε να σωθεί», επιμένει. Η Μαρίνα βλέπει και πάλι τη ζωή της να ρημάζει. 0 Μαθιός γυρίζει σαν σκυλί, η Καλλιόπη καταριέται για το άδικο που μπήκε ο γιος της φυλακή. Ο τρόμος όμως γυρίζει και πάλι, καθώς η Καλλιόπη φωνάζει τους δικούς της, ξαδέλφια του Αστέρη και τους στέλνει στο σπίτι της Αργυρώς, όπου τραμπουκίζουν τις γυναίκες. Τις τρομάζουν και τις προειδοποιούν ότι θα ξαναγυρίσουν. Μετά από αυτό, η μεγάλη απόφαση θα πορθεί και μάνα και κόρη αποφασίζουν να φύγουν: «Φεύγουμε, Αργυρούλα μου. θα έρθει ένα ταξί να μας πάρει, θα πάμε στην Αθήνα και μετά αλλού. Οσο πιο μακριά μπορούμε», της λέει και συμπληρώνει: «Δεν θέλω να ξέρει κανείς πού είμαστε, πού βρισκόμαστε και τι κάνουμε. Τώρα είμαστε οι δυο μας, Αργυρούλα μου μόνες μας».
Ετσι φεύγουν αφήνοντας πίσω τη γιαγιά Ειρήνη, μόνη της ή μάλλον με τον Αγγελο να την προσέχει. Ομως με τον καιρό, από τον πόνο, τη θλίψη και τη μοναξιά, αλλά και τις ενοχές, θα σβήσει σαν τα πουλάκι. Σαν τα πουλιά που μιλάει μαζί τους. Γιατί μόνο με αυτά θα μιλάει πια. Με κάθε μυστικότητα η Μαρίνα και η Αργυρώ φεύγουν και αφήνουν πίσω τα πάντα, ζωντανούς και νεκρούς. Η μόνη έννοια και στενοχώρια της Μαρίνας είναι που αφήνει τον τάφο του Πετρή της. Που δεν μπορεί να του ανάβει ένα κερί, να του πηγαίνει λουλούδια. Αυτό μόνο την πονάει, τίποτε άλλο. Οι δύο γυναίκες εξαφανίζονται και ψάχνουν να βρουν ένα μέρος που δεν θα τους ξέρει κανείς, για να ζήσουν ήρεμα χωρίς να φοβούνται κι αν μπορέσουν από εκεί να ξαναφτιάξουν από την αρχή τη ζωή τους. Ετσι θα βρεθούν σε έναν τόπο τόσο διαφορετικό από τον δικό τους και θα προσπαθήσουν να σταθούν στα πόδια τους. Ολα θα είναι πολύ \ δύσκολα. Ακόμα και οικονομικά, θα φτάσουν σχεδόν στο μηδέν. Η Μαρίνα αλλά και η Αργυρώ θα πιάσουν δουλειά, θα γνωρίσουν ενδιαφέροντες ανθρώπους θα χτίσουν σιγά-σιγά μια νέα ζωή, με κόπους αλλά και αγάπη.