Πρόκειται για απλές πρακτικές, η εφαρμογή των οποίων μπορεί να περιορίσει σημαντικά τις ενεργειακές ανάγκες των πολιτών και να τους εξασφαλίσει σημαντική εξοικονόμηση χρημάτων. Βέβαια, για να εξοικονομήσει κανείς ενέργεια, βασική προϋπόθεση αποτελεί να υιοθετήσει μια νέα και διαφορετική νοοτροπία.
Για τα μέτρα που μπορούν να «αμβλύνουν» το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής ενεργειακών συστημάτων στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Άγις Παπαδόπουλος, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων πως «δεν υπάρχει άλλη πιο ουσιαστική παρέμβαση και βαθιά τομή από την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων».
Οι πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις στα παλιότερα κτίρια είναι σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, η αναδρομική θερμομόνωση και η αντικατάσταση κουφωμάτων. Είναι παρεμβάσεις, που, όπως αναφέρει, έχουν αρκετά σημαντικό κόστος, αλλά αντιμετωπίζουν ριζικά το πρόβλημα, μειώνοντας τις απαιτήσεις για θέρμανση και ψύξη κατά περισσότερο από 50%.
Στο πλαίσιο αυτό, συνιστά στους καταναλωτές την αξιοποίηση κάθε προσφερόμενου χρηματοδοτικού εργαλείου, όπως είναι το πρόγραμμα Εξοικονομώ Αυτονομώ και υπενθυμίζει πως αναμένονται σημαντικά κίνητρα και από τις δράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Πως θα πετύχει κάποιος την «πολυπόθητη» εξοικονόμηση ενέργειας;
Ο δρ. Παπαδόπουλος σημειώνει πως «μαγική» συνταγή δεν υπάρχει, προτείνει ωστόσο σειρά πρακτικών που αν τις ακολουθήσει κανείς, θα δει, όπως λέει, σημαντική μείωση στους λογαριασμούς του. Βέβαια, το πόσο κοστοβόρο είναι ενεργειακά ένα κτίριο ή γενικά ένας χώρος, εξαρτάται από πολλές παραμέτρους.
Έτσι, αν κάποιος κατοικεί, ή εργάζεται σε ένα σύγχρονο και καλά θερμομονωμένο κτίριο της τελευταίας 10ετίας ή 20ετίας, «ακόμη και λαθάκια να κάνει στο χειρισμό και στη λειτουργία των συστημάτων που διαθέτει, η επίπτωση θα είναι σχετικά μικρή». Στην περίπτωση αυτή, όπως εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος, το περιθώριο εξοικονόμησης δεν θα είναι ιδιαίτερα μεγάλο.
Στον αντίποδα όμως, αν κάποιος κατοικεί ή δουλεύει σε κτίρια που έχουν κατασκευαστεί τη δεκαετία του ΄70 και πιο πριν και τα οποία δεν είναι θερμομονωμένα ή διαθέτουν παλαιά συστήματα θέρμανσης, τότε «η εφαρμογή καλών πρακτικών χρήσης των συστημάτων ενέργειας είναι σημαντική, αφού κάθε λάθος πληρώνεται ακριβότερα», όπως επισήμανε.
Ο καθολικός αερισμός του σπιτιού είναι μια πρακτική που ακολουθείται στα περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά και σωστά γίνεται καθώς για λόγους υγιεινής οφείλουμε όλοι να την ακολουθούμε.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον δρ. Παπαδόπουλο, ο αερισμός του σπιτιού θα πρέπει να γίνεται εντατικά, δηλαδή, θα πρέπει να ανοίγουμε τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες του σπιτιού μας διάπλατα για 10-15 λεπτά κάθε δύο ή τρεις ώρες, γεγονός που θα οδηγήσει στην ανανέωση του αέρα, ενώ ταυτόχρονα, με δεδομένο ότι σ’ αυτό το χρονικό πλαίσιο δεν προλαβαίνουν να κρυώσουν τα δομικά στοιχεία, δεν απαιτείται επαναθέρμανση του χώρου.
Σε δεύτερο στάδιο, το κάθε νοικοκυριό θα πρέπει να γνωρίζει πώς λειτουργεί το σύστημα θέρμανσης και ότι είναι μεγάλο λάθος να ανοιγοκλείνουμε τους διακόπτες.
«Το σπίτι, ειδικά όταν είναι θερμομονωμένο, δεν το αφήνουμε ποτέ να κρυώσει εντελώς», εξηγεί και προσθέτει: «Ακόμη και όταν φεύγουμε καλό είναι να ρυθμίζουμε τη θερμοκρασία στους 16 βαθμούς, έτσι ώστε όταν επιστρέψουμε και την ανεβάσουμε στους 22 βαθμούς, να μην χρειαστεί να “κάψει” πολύ ο λέβητας για να ζεστάνει τον χώρο».
Ως προς τα θερμαντικά σώματα, σύμφωνα με τον δρ. Παπαδόπουλο, είναι μεγάλο λάθος να τα έχουμε καλυμμένα με έπιπλα και καλύμματα, αφού έτσι, μειώνεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η απόδοσή τους.
Συμπληρωματικά, υπάρχουν σκληρά «φύλλα» από ανακλαστικό υλικό που τοποθετούνται ανάμεσα στο θερμαντικό σώμα και τον τοίχο και μειώνουν έτσι τις απώλειες θερμότητας.
Επιπροσθέτως, τα σπίτια που «κοιτούν» προς Νότο, στη διάρκεια της ημέρας, πρέπει να τα αφήνουμε να λιάζονται, καθώς όπως εξηγεί ο καθηγητής, με αυτόν τον τρόπο εξοικονομούμε ως και 20% των αναγκών μας σε ενέργεια για θέρμανση. Το βράδυ συνιστάται να κλείνουμε πόρτες και παντζούρια, ώστε να «μπαίνει» όσο το δυνατό λιγότερο κρύο μέσα στο σπίτι.
Υπάρχουν μάλιστα θερμομονωτικές κουρτίνες, που δεν διαφέρουν οπτικά από τις κοινές και μπορούν να τοποθετηθούν επιπρόσθετα, προκειμένου να διατηρείται ο χώρος ζεστός. Οι θερμομονωτικές κουρτίνες μπορούν να τοποθετηθούν και σε κρύους τοίχους (πχ βορεινούς) για να αμβλυνθεί το πρόβλημα του ψύχους.
Επίσης, ο κ. Παπαδόπουλος συνιστά στα νοικοκυριά να κάνουν συντήρηση του καυστήρα κάθε χρόνο αλλά να… μην «βάζουν χέρι» από μόνοι τους στις ρυθμίσεις του συστήματος.
Ένας καυστήρας που δεν έχει συντηρηθεί σωστά καίει έως και 20% περισσότερο και δεν αποδίδει όσο πρέπει. Επίσης, ένα συχνό λάθος που κάνουν πολλά νοικοκυριά, είναι να χαμηλώνουν τη θερμοκρασία εξόδου του νερού από το λέβητα κι αυτό δυσκολεύει το σύστημα να ανταποκριθεί.
Στα σπίτια που θερμαίνονται με κλιματιστικά (που στην πραγματικότητα είναι αντλίες θερμότητας), πρέπει να έχει κανείς κατά νου ότι όσο υψηλότερη είναι η ζητούμενη θερμοκρασία τόσο η κατανάλωση αυξάνεται δυσανάλογα. Επομένως, όχι πάνω από 24 ή 25 βαθμούς.
Για εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια που χρησιμοποιούν ηλεκτρικούς θερμοσίφωνες, η λύση είναι η τοποθέτηση ηλιακών συλλεκτών, η χρήση των οποίων μπορεί να καλύψει ηλιακά έως και το 80% των απαιτήσεων σε ζεστό νερό.
Πόσο κοστίζει η θέρμανση ανά σύστημα και περιοχή;
Στο πλαίσιο του ειδικού αφιερώματος του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο καθηγητής, Άγις Παπαδόπουλος, συνόψισε τα αποτελέσματα έρευνας του Εργαστηρίου Κατασκευής Συσκευών Διεργασιών, του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ, ως προς το ετήσιο κόστος θέρμανσης ενός τυπικού θερμομονωμένου διαμερίσματος εικοσαετίας, εμβαδού 105 τετραγωνικών μέτρων, καθώς και το λεγόμενο «ανηγμένο κόστος» στο οποίο συνεκτιμάται και το κόστος αγοράς και συντήρησης του συστήματος.
O υπολογισμός, βασίστηκε στις τρέχουσες τιμές λιανικής (1-8 Νοεμβρίου), με την τιμή του πετρελαίου στα 0,11 € /kWh, του φυσικού αερίου στα 0,098 € /kWh, του ηλεκτρισμού στα 0,195 € /kWh και των πέλλετ στα 0,065 € /kWh, και με την παραδοχή ότι η κατοικία θερμαίνεται 18 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Σε κάθε περίπτωση δε, ο ίδιος επισήμανε ότι η συνεχής μεταβολή των τιμών καθιστά τις προβλέψεις για το προσεχές εξάμηνο επίφοβες, καθώς όπως είπε, οι τιμές πετρελαίου, αερίου και ηλεκτρισμού επηρεάζονται σε διαφορετικό βαθμό από τις διεθνείς εξελίξεις αλλά και από τα μέτρα μείωσης του κόστους που εξήγγειλε η κυβέρνηση. Έτσι, «η σειρά κατάταξης μπορεί να επηρεαστεί», τόνισε.
Όπως γίνεται εμφανές από τα στοιχεία που ακολουθούν, το ετήσιο κόστος θέρμανσης διαφέρει σημαντικά από περιοχή σε περιοχή αλλά και αναλόγως του συστήματος.
Αντλία θερμότητας
Ετήσιο κόστος: 569 ευρώ για την Αθήνα, 857ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.260 ευρώ για την Καστοριά και 328 ευρώ για την Κρήτη. Ανηγμένο κόστος (περιλαμβάνει το κόστος αγοράς και συντήρησης του συστήματος): 826 ευρώ για την Αθήνα, 1.202 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.858 ευρώ για την Καστοριά και 531 ευρώ για την Κρήτη
Λέβητας πέλλετ
Ετήσιο κόστος: 681 ευρώ για την Αθήνα, 1.025 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.408 ευρώ για την Καστοριά και 392 ευρώ για την Κρήτη. Ανηγμένο κόστος: 798 ευρώ για την Αθήνα, 1.143 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 1.525 ευρώ για την Καστοριά και 510 ευρώ για την Κρήτη.
Λέβητας αερίου
Ετήσιο κόστος: 841 ευρώ για την Αθήνα και 1.266 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη. Ανηγμένο κόστος: 901 ευρώ για την Αθήνα και 1.326 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη
Λέβητας πετρελαίου
Ετήσιο κόστος: 1.082 ευρώ για την Αθήνα, 1.629 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 2.237 ευρώ για την Καστοριά και 623 ευρώ για την Κρήτη. Ανηγμένο κόστος: 1.137 ευρώ για την Αθήνα, 1.684 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 2.292 ευρώ για την Καστοριά και 678 ευρώ για την Κρήτη
Ηλεκτρική θέρμανση
Ετήσιο κόστος: 1.707 ευρώ για την Αθήνα, 2.571 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 3.529 ευρώ για την Καστοριά και 983 ευρώ για την Κρήτη. Ανηγμένο κόστος: 1.748 ευρώ για την Αθήνα, 2.611 ευρώ για τη Θεσσαλονίκη, 3.570 ευρώ για την Καστοριά και 1.024 ευρώ για την Κρήτη.
Στο προσκήνιο και πάλι καυσόξυλα και πέλλετ
Στο μεταξύ, λόγω της αύξησης του κόστους της ενέργειας, οι καταναλωτές επιστρέφουν σταδιακά, αλλά με δυναμική, στις παλιές τους συνήθειες, αυτές της καύσης ξύλου και πέλλετ.
Ήδη η τιμή του εισαγόμενου πέλλετ καταγράφεται αυξημένη, αν και σε μικρότερο ποσοστό έναντι του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ενώ αυτή του καυσόξυλου μπορεί να μην έχει σημειώσει ακόμη αξιοσημείωτη άνοδο, ωστόσο αναμένονται ανατιμήσεις στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση, προβλέπεται πως για τον φετινό χειμώνα, η εξεύρεση της βέλτιστης οικονομικά λύσης για θέρμανση, θα εξελιχθεί σε …σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες.
«Ακόμη και με τις ανατιμήσεις, η τιμή των καυσόξυλων και των πέλλετ παραμένει ανταγωνιστική έναντι αυτών του πετρελαίου θέρμανσης και φυσικού αερίου», σημειώνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας / Τμήμα Δασολογίας Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού, Γιώργος Νταλός. Προειδοποιεί ωστόσο: «Ετοιμαστείτε για αυξήσεις και στην τιμή του καυσόξυλου» και επικαλείται εμπόρους και παραγωγούς οι οποίοι όπως λέει «βλέπουν αύξηση της τιμής του πέλλετ, στα 350 ευρώ/τόνο από 240 ευρώ/τόνο πέρυσι».
Τι πρέπει να προσέξουν οι καταναλωτές που προτιμούν ξύλο ή πέλλετ;
Παρά την καθιέρωση της πώλησης των ξύλων με το κυβικό και με τον τόνο, ο κ.Νταλός συστήνει στους καταναλωτές να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί γιατί και πάλι μπορεί να εξαπατηθούν.
Έτσι προτείνει ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο στοίβαξής τους. Όπως εξηγεί, «πρέπει να είναι πυκνός, τόσο εξωτερικά όσο και στη μέση». Συστήνει, επίσης, οι καταναλωτές να προμηθεύονται οξιά και δρυ και να προσέχουν να μην πέσουν …θύματα των κωνοφόρων δέντρων, αφού η καύση τους σε κλειστές εστίες οδηγεί σε κίνδυνο πυρκαγιάς στη στέγη.
Συμπληρώνει μάλιστα πως τα ξύλα πριν καούν να μένουν στον ήλιο, έτσι ώστε να αποβάλλουν την υγρασία για να έχουν τη μέγιστη δυνατή απόδοση.
Για τα πέλλετ, ο κ. Νταλός προτείνει στους καταναλωτές να προσέχουν το χρώμα του ξύλου, να είναι ανοιχτό αν είναι από κωνοφόρα δέντρα και λίγο σκούρο από πλατύφυλλα.
Τόνισε δε, και στις δύο περιπτώσεις οι αγοραστές θα πρέπει να ελέγχουν τη μυρωδιά, η οποία πρέπει να παραπέμπει σε φρέσκο ξύλο.
Για τα πέλλετ, μάλιστα, επισήμανε ότι «δεν είναι καλό να αποθηκεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως πέραν του ενός έτους, αφού όταν γίνεται αυτό, η υγρασία τους ανεβαίνει, με αποτέλεσμα να σημειώνονται προβλήματα στην καύση».