Των Οσίου Αγαπητού, Αγίου Λέοντος την Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022.
Σύμφωνα με το εορτολόγιο, σήμερα γιορτάζουν όσοι ονομάζονται Αγαπητός, Λέων, Λέοντας, Λεοντάριος, Λεοντάρης, Λεοντόκαρδος.
Άγιος Λέων Πάπας Ρώμης
Όπως αναφέρει το saint.gr, ο Άγιος Λέων υπήρξε από τούς μεγαλύτερους υπερασπιστές και προμάχους της ορθόδοξης πίστης. Έζησε στο χρόνια του αυτοκράτορα Μαρκιανού και Πουλχερίας. Διακρινόταν για την μεγάλη θεολογική του κατάρτιση, το ήθος του χαρακτήρα του, την αγνότητα του βίου του. Διετέλεσε επίσκοπος της πρεσβυτέρας Ρώμης.
Σημαντικότατη ήταν η συμβολή του στις εργασίες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, όταν απέστειλε τέσσερις αντιπροσώπους, ως και επιστολή στην οποία με πλήρη ακρίβεια και βάσεις της αποστολικής παραδόσεως, καθόριζε τις δύο φύσεις του Χριστού, η οποία βοήθησε στη διεξαγωγή των συζητήσεων ως και στη συγγραφή των τελικών όρων της Συνόδου (για την ακρίβεια η επιστολή του Αγίου Λέοντος είχε σταλεί τρία χρόνια πριν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό (βλέπε 16 Φεβρουαρίου) και ανεγνώσθη στη Σύνοδο. Είναι δε γνωστή ως «Τόμος τοῦ Λέοντος»).
Παράλληλα υπήρξε και συγγραφεύς πολυγραφότατος. Σήμερα, σώζονται αρκετές επιστολές, γραμμένες με πλήρη γλαφυρότητα αλλά και δύναμη λόγου.
Εκοιμήθη οσιακά σε βαθύτατο γήρας στις 10 Νοεμβρίου 460 μ.Χ. και η Σύναξή του ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.
Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή της βιογραφίας του, αυτή του Σ. Ευστρατιάδη. Σύμφωνα με αυτήν, ο Άγιος Λέων γεννήθηκε στην Ρώμη στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα. Διετέλεσε διάκονος των Πάπων Καλλίστου και Σήξτου πριν ανεβεί στον θρόνο την 29η Σεπτεμβρίου του 440 μ.Χ. Υπήρξε από τους απολυταρχικότερους Πάπες και υποστήριξε με πείσμα το παπικό πρωτείο. Την αγιοκατάταξη του την οφείλει στην επιστολή που έστειλε στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο εναντίον των Μονοθελητών και Μονοφυσιτών και η οποία έχει δεκτή με ενθουσιασμό από τους παρευρεθέντες πατέρες. Κοιμήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 460 μ.Χ.
Όσιος Αγαπητός ο Ομολογητής και θαυματουργός Επίσκοπος Συναού
Ο Όσιος Αγαπητός καταγόταν από την Καππαδοκία και γεννήθηκε από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς. Έζησε κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285 – 305 μ.Χ.). Σε νεαρή ηλικία αναχώρησε για μοναστήρι κοντά στη Σίναο και έγινε μοναχός. Αγαπήθηκε από τον Ηγούμενο, εξαιτίας της ενάρετης ζωής του και διδάχθηκε τα ιερά γράμματα. Έλαβε δε από τον Θεό και το χάρισμα των θαυμάτων. Με την προσευχή θανάτωσε δράκοντα μεγάλο, που φανερώθηκε κοντά στο μοναστήρι και αφάνιζε ανθρώπους και ζώα και ευεργετούσε τους προστρέχοντες σε αυτόν.
Αργότερα, επί αυτοκράτορα Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.), ο Όσιος Αγαπητός προσελήφθη στο στράτευμα. Εκεί είδε να βασανίζονται για την πίστη τους στον Χριστό οι καλλίνικοι Μάρτυρες Βικτώριος, Δωρόθεος, Θεόδουλος, Αγρίππας και άλλοι πολλοί (βλέπε ίδια ημέρα). Αμέσως θέλησε και αυτός να γίνει κοινωνός του μαρτυρίου τους. Και ενώ εκείνοι ετελειώθησαν εν Χριστώ διά του ξίφους, αυτός διαφυλάχθηκε σώος και αβλαβής, αν και τον κτύπησαν με ακόντιο, κατ’ οικονομία Θεού, για να οδηγήσει πολλούς στη σωτηρία.
Μετά την στρατιωτική θητεία και όταν πλέον αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (324 – 337 μ.Χ.), ο Άγιος Αγαπητός επιδόθηκε στη μελέτη του ιερού Ευαγγελίου και ο Επίσκοπος της πόλεως Σινάου τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Μετά την κοίμηση του Επισκόπου του και ύστερα από κοινή γνώμη κλήρου και λαού, εξελέγη Επίσκοπος.
Ο Όσιος Αγαπητός αφού αρχιεράτευσε θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη.