Αύριο το πρωί αρχίζει η δίκη του παρολίγο συζυγοκτόνου στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Η επίθεση έγινε λίγο μετά τις 9 το πρωί της 9ης Μαϊου 2016. Ο κατηγορούμενος υπήκοος Αλβανίας Fredinant Bala βρισκόταν σε διάσταση με την σύζυγό του επίσης Αλβανικής υπηκοότητας Marjola Bala. Η γυναίκα βγήκε από το σπίτι της στη Βούλα και μπήκε στο αυτοκίνητο της προκειμένου να μεταβεί στην εργασία της. Ο κατηγορούμενος ,ευρισκόμενος επί των οδών Ήρας και Δημοκρατίας, παραμόνευε την εν διαστάσει σύζυγό του και όταν το αυτοκίνητο ξεκίνησε, προέταξε το σώμα του προκειμένου να εμποδίσει τη διέλευση του οχήματος. Αιφνιδιάζοντάς την, την ανάγκασε να σταματήσει την πορεία του οχήματος. Στη συνέχεια μπήκε σ’ αυτό στην θέση του συνοδηγού, λέγοντας της:«Πες μου ποιος είναι ο γκόμενός σου Έλληνας ή Αλβανός, γι΄αυτό με έχεις χωρίσει».
Όταν η γυναίκα τον παρακάλεσε να κατέβει από το όχημα, εκείνος της είπε : «Κάθισε να σου δώσω κάτι», έβγαλε από το μπουφάν του μία βαριοπούλα την οποία είχε κρύψει και άρχισε να την χτυπά με μανία στο κεφάλι πάνω από δώδεκα φορές και μία φορά στο στήθος, έχοντας πρόθεση να την σκοτώσει. Δεν μπόρεσε όμως να ολοκληρώσει την εγκληματική του πράξη, καθώς στο σημείο προσέτρεξαν γείτονες για να βοηθήσουν το θύμα, οι οποίοι και σταμάτησαν με τα χέρια τους την ανεξέλεγκτη πορεία του οχήματος. Ο κατηγορούμενος βγήκε από το Ι.Χ., άφησε την βαριοπούλα το δρόμο και διέφυγε με κατεύθυνση προς Βουλιαγμένη. Ένας δε εκ των περιοίκων και αυτόπτης μάρτυς ο Ν.Γ. απέσπασε από τα χέρια του κατηγορούμενου μία σακούλα που περιείχε το στέλεχος ενός κατσαβιδιού.
Από τα κτυπήματα που κατάφερε ο κατηγορούμενος στην παθούσα της προξένησε βαριές σωματικές βλάβες και δη θλαστικά τραύματα πάνω από το φρύδι ,στο μέτωπο και σε άλλα σημεία του κεφαλιού. Ο δράστης τη χτύπησε και στον θώρακα προκαλώντας της κάκωση. Το θύμα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε με βαρύτατα τραύματα ,τα οποία θα μπορούσαν να της είχαν προκαλέσει μη αναστρέψιμες βλάβες.
“Θα τη σκοτώσει τη γυναίκα”
Χαρακτηριστική είναι η ένορκη κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα Ν.Γ. ο οποίος αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής : “Περί ώρα 09:00 άκουσα μαζί με τον συνάδελφό μου Ι.Ρ. ένα θόρυβο από σύγκρουση οχήματος. Μας ειδοποίησε ένας διερχόμενος οδηγός με όχημα Renault λέγοντας σε εμένα και τον συνάδελφό μου καθώς και σε τρεις ανθρώπους που έκαναν γυμναστική στο πάρκο και συγκεκριμένα σε δύο άντρες και μία γυναίκα, αυτός θα τη σκοτώσει τη γυναίκα» υποδεικνύοντάς μας στο όχημα που είχε συγκρουστεί στα κολωνάκια. Μας ανέφερε ότι τη χτυπάει από την αρχή της οδού με βαριοπούλα στο κεφάλι… Ο άνδρας που καθόταν στη θέση του οδηγού άφησε κάτω μία βαριοπούλα και κινούμενος μπροστά από το αυτοκίνητο ήρθε στην πλευρά του συνοδηγού που ήμουν ἐγὼ κρατώντας στο χέρι μία νάιλον μπλε σακούλα που προεξείχε το στέλεχος ενός κατσαβιδιού, φοβούμενος εγώ για τη δική μου σωματική ακεραιότητα του άρπαξα το χέρι και του πήρα το κατσαβίδι…».
Η μάρτυρας Ε. Π. αναφέρει: «Άκουσα θόρυβο πρόσκρουσης αυτοκινήτου που προερχόταν από Ήρας και Λ.Κ. Καραμανλή. Έπειτα από λίγο μας πλησίασε ένας κύριος φωνάζοντας «χτυπάει τη γυναίκα με βαριοπούλα…εκείνη τη στιγμή είδα έναν άνδρα να βγαίνει από το όχημα από την πλευρά του οδηγού. Δεν πρόσεξα να κρατάει κάτι στα χέρια του πλην όμως παρατήρησα ένα αντικείμενο στο δρόμο απ’ την πλευρά του οδηγού. Ο άνδρας απομακρύνθηκε διασχίζοντας την παραλιακή. Την ίδια ώρα από την πλευρά του οδηγού ξεπρόβαλε μία γυναίκα αιμόφυρτη, με αίματα στο κεφάλι. Ζητούσε βοήθεια λέγοντας επανειλημμένως με χτύπησε στο κεφάλι θα πεθάνω…».
Η άτυχη γυναίκα νοσηλεύτηκε στον Ευαγγελισμό. Έφερε τρία θλαστικά τραύματα, δεξιού υπεροφρύου – μετωπιαίας χώρας και βρεγματοϊνιακής χώρας – ζωτικών σημείων – καθώς και κάκωση θώρακος.
“Δεν ήθελα να τη σκοτώσω”
Ο κατηγορούμενος στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν σε ψυχική υπερδιέγερση. Είπε ότι χτύπησε την εν διαστάσει σύζυγό του με το σφυρί που κρατούσε στο χέρι και το είχε πάρει μαζί του όταν βγήκε από το αυτοκίνητό του διότι ήθελε να την τρομάξει. Ότι ήταν θυμωμένος διότι εκείνη διέλυσε την οικογένειά τους και τον προκαλούσε συνεχώς. Ανέφερε πωςδεν ήθελε να της προξενήσει κακό αλλά ότι την χτύπησε δύο ή τρεις φορές. Είπε πως δεν είχε πρόθεση να την πλήξει σε ζωτικά σημεία του σώματός της προκειμένου να την θανατώσει. Ότι ήταν σε σύγχυση και δεν καταλάβαινε τι έκανε, ενώ συμπλήρωσε ότι πάσχει από καταθλιπτική συνδρομή και λαμβάνει αντικαταθλιπτική αγωγή.
Το δικαστήριο δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς του. Του επέβαλε περιοριστικούς όρους: α)Εμφάνιση μέσα στο πρώτο πενθημέρο κάθε μήνα στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του, β)απαγόρευση εξόδου του από τη χώρα και γ)απαγόρευση να πλησιάζει στους χώρους εργασίας και κατοικίας του θύματος.